Πήγε νὰ βρῇ τοῖς μάγισσαις ποῦ ξέρουν ἀπὸ μάγια.
Ὡσὰν τὸν εἶδε κ’ ἔρχονταν τῆς µάγισσας ἡ κόρη,
Μάννα μ’, ὁ νιὸς ὁπ’ ἔρχεται τοῦ κάµπου καβαλλάρης,
παίρνουν τὰ ῥοῦχά του δροσιὰ καὶ τὰ λυχνά του πάχνη,
παίρνουν τὰ πασουµάκια του ἀνθοὺς ἀπὸ τὰ δέντρα,
κι’ ὁ γῦρος τοῦ προσώπου του γιὰ κόρη εἶναι θλιμμένος.
—’Σ τὰ µάγια γὼ γεννήθηκα, ’ς τὰ μάγια θὰ πεθάνω,
κ’ ἐγὼ δὲν τόνε γνώρισα καὶ σὺ τόνε γνωρίζεις;»
«Καλή σου µέρα µάγισσα μὲ τὴν καλή σου κόρη.
Δὲν ἔχεις μάγια τῆς καρδιᾶς καὶ μάγια τῆς ἀγάπης,
νὰ κάµῃς τὴ Λιογέννητη νὰ ρθῇ ’ς τὴν ἀγκαλιά µου;
—Ἂν ἔχῃς πρᾶμα τς ἀρεσιᾶς καὶ πρᾶμα τοῦ χεριοῦ της,
θὰ κάµω τὴ Λιογέννητη νὰ ρθῇ ’ς τὴν ἀγκαλιά σου.
—Ἐγώ χω πρᾶμα τς ἀρεσιᾶς καὶ πρᾶμα τοῦ χεριοῦ της,
ἐγώ χω τὴν πλεξίδα της, τ’ ὁλόχρυσο γαϊτάνι.
—Σύρε ἄνοιξε τὴν πόρτα σου καὶ δέσε τὰ θηριά σου,
καὶ κάθου καὶ καρτέρει την νὰ ρθῇ ’ς τὴν ἀγκαλιά σου.»
Καὶ βγάνει ἀπὸ τὸν κόρφο της τριὰ μῆλα µαραμμένα.
«Τό να ῥῆξε ’ς τὸ τρίστρατο, νὰ πάψουν οἱ διαβάταις,
τἄλλο ῥῆξε ’ς τὸ ποταμό, νὰ πάψουν τὰ ποτάµια,
τὸ τρίτο ῥῆξ’ ’ς τὴ λυγερή, νά ρθῃ γυρεύοντάς σε.»
Τό νά ῥηξε ’ς τὸ τρίστρατο καὶ πάψαν οἵ διαβάταις,
τἄλλό ῥηξε ’ς τὸ ποταμὸ καὶ πάψαν τὰ ποτάµια,
τὸ τρίτο τὸ φαρμακερὸ ’ς τῆς λυγερῆς τς ἀγκάλαις.
Ὡς τό εἰδε ἡ κόρη ἐσβήστηκε, ὡς τό εἰδε δαιµονίστη.
Σὰν ἦρθαν τὰ μεσάνυχτα, τὴ σκότισαν τὰ µάγια.
«Μώρ’ βάγιαις µου, μώρ’ ντάνταις µου, μώρ’ σκλάβαις τοῦ πατρός µου,
ἀνάψτε πράσινα κηριὰ καὶ κόκκιναις λαμπάδες,
τὶ ἐσήμανε ἡ Παντάνασσα, νὰ πά’ νὰ προσκυνήσω.
—Κυρὰ τἀρνίθια δὲ λαλοῦν, καµπάναις δὲ σηµαίνουν,
κ’ ἡ ἐδικῆ σου ἡ ἐκκλησιὰ νὲ ψέλλει νὲ σηµαίνει
—Μπᾶ τοῦ πατρός µου τὸ ψωμὶ ’ς τὰ µάτια νὰ σᾶς πιάκῃ!»
Κ’ ἔτσι ἐσηκώθη μοναχὴ κ’ ἐβῆκε ’ς τὸ σκοτάδι.
Μιὰ δοῦλα δὲν τὴν ἄφηκε κι’ ἀπὸ κοντά της πῆγε.
Σὰν ἔφτακε, σὰ ζύγωσε ’ς τὴ µέση ἀπὸ τὸ δρόµο,
ἐκεῖ τῆς ἦρθε ὀλίγο ὁ νοῦς κι’ ἀρχίνησε νὰ λέῃ.
Σελίδα:Εκλογαί από τα τραγούδια του ελληνικού λαού (1914).djvu/98
Εμφάνιση
Αυτή η σελίδα δεν έχει ελεγχθεί ακόμη για πιθανά λάθη.
93
ΑΚΡΙΤΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ