Σελίδα:Εκλογαί από τα τραγούδια του ελληνικού λαού (1914).djvu/57

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα δεν έχει ελεγχθεί ακόμη για πιθανά λάθη.
52
ΚΛΕΦΤΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ
47
ΤΟΥ ΚΙΤΣΟΥ
[Τοῦ Κίτσου τὸ τραγοῦδι εἶναι κοινότατον πολλαχοῦ τῆς Ἑλλάδος καὶ ἀγαπητόν, ἀλλὰ τίποτε σχεδὸν δὲν ἠξεύρομεν περὶ τοῦ κλέφτου αὐτοῦ ἢ περὶ τῶν χρόνων, καθ’ οὓς ἔζησεν. Ἐκ μιᾶς παραλλαγῆς φαίνεται ὅτι ἦτο κλέφτης τοῦ Βάλτου καὶ τοῦ Ξηρομέρου τῆς Ἀκαρνανίας, ἐξ ἄλλου δὲ ᾄσματος µανθάνοµεν ὅτι τὸ τέλος αὐτοῦ ἦτο διάφορον, ὅτι δὲν ἐκρεμάσθη ὑπὸ τῶν Τούρκων, ἀλλ’ ἐπιστρέφων ἐκ μάχης, εἰς τὴν ὁποίαν ἐφονεύθησαν ὁ ἀδελφός του καὶ πέντε παλληκάρια του, ἐτραυματίσθη θανασίµως κατὰ τὴν εἰς Ἄγραφα ὁδὸν ὑπὸ ἐνεδρευόντων ἐχθρῶν. – Νεώτεραι διασκευαὶ τοῦ ᾄσματος προσηρµόσθησαν εἰς λῃστὰς ἢ φυλακισμένους.]


Τοῦ Κίτσου ἡ µάννα κάθουνταν ’ς τὴν ἄκρη ’ς τὸ ποτάµι,
μὲ τὸ ποτάµι μάλωνε καὶ τὸ πετροβολοῦσε.
«Ποτάμι, γιὰ λιγόστεψε, ποτάµι, γύρνα πίσω,
γιὰ νὰ περάσω ἀντίπερα, ’ς τὰ κλέφτικα ληµέρια,
πὅχουν οἱ κλέφταις σύνοδο κι’ ὅλοι οἱ καπεταναῖοι.»

Τὸν Κίτσο τόνε πιάσανε καὶ πὰν νὰ τὸν κρεµάσουν,
χίλιοι τὸν πὰν ἀπὸ μπροστὰ καὶ δυὸ χιλιάδες πίσω,
κι’ ὁλοξοπίσω πάγαινε νὴ δόλια του ἡ μαννοῦλα.
«Κίτσο µου, ποῦ εἶναι τἄρµατα, ποῦ τά χεις τὰ τσαπράζια,
τοῖς πέντε ἀράδαις τὰ κουμπιὰ τὰ φλωροκαπνισμένα;
Μάννα λωλή, µάννα τρελλή, µάννα ξεμυαλισμένη,
μάννα δὲν κλαῖς τὰ νιᾶτα µου, δὲν κλαῖς τὴ λεβεντιά µου,
μόν’ κλαῖς τἄρημα τᾶρµατα, τἄρηµα τὰ τσαπράζια;»