Σελίδα:Εκλογαί από τα τραγούδια του ελληνικού λαού (1914).djvu/230

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα δεν έχει ελεγχθεί ακόμη για πιθανά λάθη.
225
ΜΟΙΡΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΚΑΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΧΑΡΟΥ

Εἶναι τἀνέμου, τοῦ καπνοῦ καὶ τῆς ἀνεμοζάλης.
Γιὰ πὲ µου, πρωτομάστορη, καθόλου μὴ μοῦ κρύψῃς.
Ποιὸς ἔχει γλῶσσα νὰ σ’ τὸ πῇ, στόµα νὰ σοῦ μιλήσῃ,
Τούτ’ ἡ φωτιὰ ποῦ σ’ ἄναψε, ποιὸς θὲ νὰ σοῦ τὴ σβήσῃ;
Ἡ Εὐγενοῦλα ἀπέθανε νἠπολυαγαπημένη.
Νὰ ζήσῃς, πρωτομάστορη, κάμε το πιὸ µεγάλο,
Νά ναι πλατύ, νά ναι μακρύ, νά ναι γιὰ δυὸ νοµάτους.»

Βιτσιὰ βαρεῖ τἀλόγου του, ’ς τοῦ πεθεροῦ του πάει.
Βρίσκει παπᾶδες πὄψελναν, μοιρολογίστραις κλαίουν.
«Μεριὰ σταθῆτε, ψάλτηδες, μεριὰ μοιρολογίστραις!»
Χρυσὸ μαντῆλι σήκωσε τὴὴν εἷδε ἀπεθαμένη.
Σκύφτει, φιλεῖ γλυκά γλυκά, γλυκὰ τὴν ἀγκαλιάζει,
χρυσὸ μαχαῖρι νἔθγαλε νἀπ’ ἀργυρὸ θηκᾶρι,
ψηλὰ ψηλὰ τὸ σήκωσε καὶ ’ς τὴν καρδιὰ τὸ χώνει.

Ἐκεῖ ποῦ θάψανε τὸ νιὸ φύτρωσε κυπαρίσσι,
κ’ ἐκεῖ ποῦ θάψανε τὴ νιὰ ἐβῆκε καλαμιῶνα.
Λυγογυρίζει ἡ καλαμιά, σκύφτει τὸ κυπαρίασι.
Κ’ ἕνα πουλὶ κελάδαε, ’ς ἄλλο πουλὶ ξηγειῶνταν.
«Γιὰ δές τα τὰ κακόμοιρα, τὰ πολυαγαπημένα!
δὲ φιληθῆκαν ζωντανά, φιλειοῦνται πεθαµένα.»


Στ. 1. μοσκονιὰ (ἐκ τοῦ µόσχος – νἐα) κοσμητικὸν ἐπίθετον νεάνιδος· ἡ ἀποπνέουσα µόσχον. Στ. 4. καστροπολεμίταις (ἐν ἄλλαις παραλλαγαῖς καστροπολεμιτᾶδες) πολεµισταὶ πολιορκοῦντες καὶ κυριεύοντες φρούρια. Στ. 19. Κατὰ τὴν διάλυσιν τοῦ ἀρραβῶνος ἐπιστρέφονται τὰ δῶρα τοῦ μνηστῆρος καὶ ὁ δακτύλιος τοῦ ἀρραβῶνος. Στ. 22. Ὁ Κωσταντὴς ἔρχεται μὲ τὸ συμπεθερειὸ νὰ τελέσῃ τοὺς γάµους του. Ἡ γαµήλιος πομπὴ τοῦ γαμβροῦ ἔχει ἓν φλάμπουρον (σημαίαν, µαντήλιον ἢ ἆλλο ὕφασμα εἰς τὴν ἄκραν κοντοῦ) καὶ μουσικὰ ὄργανα (παιχνίδια)· ἐνταῦθα ἐπὶ τὸ μεγαλοπρεπέστερον καὶ τὰ φλάμπουρα εἶναι πολλά, καὶ οἱ ζυγιαῖς (στοῖχοι, συστήµατα, ζεύγη) τῶν μουσικῶν ὀργάνων ἐπίσης. Στ. 27. 28. Βλέπων συνάθροισιν νεκρικῆς συνοδίας πρὸ τῆς οἰκίας τοῦ πεθεροῦ τοῦ πείθεται ὅτι θάνατος ἐπῆλθεν εἰς τὴν οἰκογένειαν, καὶ εὐκάζει ὅτι ἢ ὁ ἕτερος τῶν γερόντων γονέων τῆς νύμφης ἀπὲθανεν ἐκ φυσικοῦ θανάτου, ἢ τις τῶν γυναικαδέλφων τοῦ ἐκ βιαίου, διότι ἄλλο εἶδος θανάτου νέων ἀνδρῶν δὲν φαντάζεται. Οὐδὲ κἂν δ’ ὑποπτεύεται ὅτι πρόκειται περὶ τῆς µνηστῆς του.