Τὸ ᾆσμα φαίνεται πολὺ παλαιόν, παραλλαγὰς δὲ αὐτοῦ εὑρίσκοµεν καὶ εἰς τὴν μεσαιωνικὴν ἡμῶν ποίησιν. Ἐν τῷ ἐπιμέτρῳ δημοσιεύομεν δύο τούτων. Μέ τινας ἀσημάντους μεταβολὰς εἶναι ἐν χρήσει καὶ ὡς τραγοῦδι τῆς ξενιτειᾶς.]
Φεγγάρι µου, ποῦ σαι ψηλὰ καὶ χαμηλὰ λογιάζεις,
πουλάκια, ποῦ εἰστε ’ς τὰ κλαριὰ καὶ ’ς τοῖς κοντοραχούλαις,
καὶ σεῖς περιβολάκια µου, μὲ τὸ πολὺ τὸ ἄνθι,
μὴν εἴδατε τὸν ἀρνηστή, τὸν ψεύτη τῆς ἀγάπης;
ὁποῦ μ’ ἐφίλειε κ’ ὤμονε, ποτὲ δὲ μ’ ἀπαρνειέται,
καὶ τώρα μ’ ἀπαράτησε σὰν καλαμιὰ ’ς τὸν κάμπο·
σπέρνουν, θερίζουν τὸν καρπὸ κ’ ἡ καλαμιὰ ἀπομένει,
βάνουν φωτιὰ ’ς τὴν καλαμιὰ κι’ ἀπομαυρίζει ὁ κάµπος.
Ἔτσι εἶναι κ’ ἡ καρδοῦλα µου μαύρη, σκοτεινιασµένη.
Θέλω νὰ τὸν καταραστῶ καὶ τὸν πονεῖ ἡ ψυχή µου,
μὰ πάλι ἂς τὸν καταραστῶ κι’ ὅ τι τοῦ μέλλει ἂς πάθῃ.
Σὲ κυπαρίασι ν’ ἀνεβῇ, νὰ µάσῃ τὸν καρπό του,
τὸ κυπαρίσσι νά εἰν’ ψηλό, νὰ λυγιστῇ νὰ πέσῃ.
Ἀπὸ ψηλὰ νὰ γκρεμιστῇ καὶ χαμηλὰ νὰ πἐσῃ,
σὰν τὸ γυαλὶ νὰ ῥαγιστῇ, σὰν τὸ κερὶ νὰ λειώσῃ·
νὰ πέσῃ εἰς τούρκικα σπαθιά, εἰς φράγκικα μαχαίρια.
Πέντε γιατροὶ νὰ τὸν κρατοῦν καὶ δέκα μαθητᾶδες,