Σελίδα:Διηγήματα (Αξιώτης).pdf/93

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
— 87 —

δυὸ μαζῆ, ὁ ξάδερφος καὶ ὁ Μόρφος, ἐμαχαιρώσανε τὸ Ζώη ἄσκημα. Ὁ Μόρφος δὲν εἴπενε ποτές του τίβοτα· τὸ βέβαιο εἶνε πῶς ὁ Ζώης δὲν ἐφάνηαε πλιό. Ὁ Μόρφος, σὰν ἠσυχάσανε τὰ πράματα, ἐζήτηξεν τὴ Δεκοχτοῦρα, μὰ ἐκείνη μηδὲ νὰ τὸν ἀκούσῃ δὲν ἤθελενε. Μάλιστα σὲ λίο καιρὸ ἐτραβήχτηνε στὸ βουνὸ ἐδῶ, στὸ χτῆμα της καὶ ζῆ, χρόνια τώρα, κατάμονη. Μόνο στὴν ἐκκλησοῦλα ποῦ βλέπεις ἐδῶ κάτω, πηαίνει καὶ ἴσια μὲ τὴ θάλασσα γιὰ περίπατο. Ἡ θεία της ἀπόθανε, χρόνια τώρα, καὶ ζῇ μοναχή της. Τὰ πρῶτα χρόνια τῆς ἐστείλανε κάμποσες προξενιές, μὰ δὲ θέλησε ν’ ἀκούσῃ καὶ τὴν ἐβγάλανε Δεκοχτοῦρα. Παράξενη γυναῖκ’ ἀφεντικό, μὰ καὶ δύστυχη, ἐπρόσθεσεν ὁ χωριανὸς κ’ ἐσιώπησε.

Τὴ στιγμὴ ἐκείνη, εὐγῆκε ἀπὸ τὸ σπιτάκι τῆς Δεκοχτούρας ἕνα παιδάκι ὡς δέκα χρονῶ, παστρικοντυμένο μ’ ἕνα σταμνάκι στὸν ὦμο κ’ ἕν’ ἀνεσερτῆρι στὸ χέρι. Ἀπέρασε ἀπὸ κοντά μας, καὶ τὸ ῥώτησε ὁ Βασίλης.

— Ποῦ πᾶς, μικρέ;

— Γιὰ νερὸ ἐδῶ κοντά!

— Κάθεσε μὲ τὴν Δεκοχτουρα;

— Ναί; εἶνε κερά μου.

— Εἶσαι πολὺ καιρὸ μαζῆ της;

— Ἕνα χρόνο. Κ’ ἔκαμε νὰ φύγῃ.

— Μὰ σὰ νὰ τὸ γνωρίζω, εἶπεν ὁ Βασίλης.

— Καὶ πῶς σὲ λένε, μικρέ, τὸ ῥώτησε.

— Ζώη! εἶπεν ὁ μικρὸς καὶ ἀπομακρύνθη.