Σελίδα:Διηγήματα (Αξιώτης).pdf/9

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
— 3 —

κελλί του κ’ ἐπέρασεν ἀπὸ μπροστά τους ὁ παππᾶ Κύριλλος, μεσόκοπος ἄνδρας, λεπτὸς μὲ μιὰ μέση σὰ λιγνῆς γυναίκας, μὲ μπαλωμένο μπινίσι, ξεθωριασμένο πλιὸ ἀπὸ τὰ χρόνια, σφιχτὰ ζωσμένος μὲ ζώνη δερμάτινη καὶ μὲ παπούτζια συρτά. Ἐκαλημέρισε τὸ γούμενο καὶ τὴ μάννα του καὶ ’τράβηξε κατὰ τὴν ὀξόπορτα.

— Γιὰ ποῦ, ἂν θέλῃ ὁ Θεός, πάτερ Κύριλλε; ἀρώτησεν ὁ ’γούμενος.

— Πάω κομμάτι στοῦ Γιώργη, ἀποκρίθηκεν ὁ παππᾶς μὲ μιὰ φωνοῦλα, σὰν μικροῦ παιδιοῦ.

— Στὸ καλό, εἶπε δυνατὰ ὁ ’γούμενος καὶ χαμηλά, ἐπρόσθεσε.

— Εἶν’ ἕνας χάχας ὁ κακόμοιρος!

Τὴν ἴδια στιγμὴ ἐφάνηκε ὁ παππᾶ Νεκτάριος, μεγαλόσωμος γέρος, λίγο χοντρός, μὲ ἱλαρό, εὐχάριστο πρόσωπο καὶ μὲ περπάτημα βαρύ, παρακυλιστὸ σὰν τοῦ κύκνου. Ἐφοροῦσε ῥάσο παλιό, ποῦ καὶ ποῦ λαδωμένο καὶ παπούτζια χονδρά, μὲ καρφιὰ στοὺς πάτους καὶ ἀνοιχτὰ ποῦ ἐφαινόντανε ἡ χοντρές, μάλλινές του κάλτζες. Ἐκρατοῦσε, ἁπλωμένο στὰ δυό του χέρια, μαντῆλι ῥιγωτό, μὲ χρῶμα γαλάζιο βαθύ, λεκιασμένο ἐδῶ κ’ ἐκεῖ ἀπὸ τὸν ταμπάκο, ποῦ ὁ παππᾶ Νεκτάριος ἔκανε συχνὴ χρῆσι, ἂν κρίνουμε ἀπὸ τὴς ἄκρες τῶν ρουθουνιῶν του, μαυρισμένων ἀπὸ τὰ σπυριὰ τῆς καστανόμαυρης φταρμικῆς σκόνης, ποῦ τόσο ἀρέσει εἰς πολλοὺς γέρους. Εἶχε χρηματίσῃ πρὸ χρόνια ’γούμενος καὶ τὸν ἐσεβόντανε ὅλοι γιὰ τὴν ἀρετή του. Σὰν ἀντίκρυσε τὸν ’γούμενο καὶ τὴ μάννα του, ἐμουρμούρισε κάτι σὰν χαιρετισμὸ μὲ τὴν τρεμουλιαστὴ γλυκειὰ φωνή του καὶ ἐπροχώρησε πρὸς τὴν αὐλόθυρα. Ὁ παππᾶ Συνέσιος τὸν ἐχαιρέτισε μὲ βαθειὰ ὑπόκλισι καὶ σὰν ἀπομακρύνθηκε, εἶπε!

— Ἄλλη κουτομαρία ἐτοῦτος πάλι.