Σελίδα:Διηγήματα (Αξιώτης).pdf/81

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
— 75 —
V

Ἀντηλλάγησαν ἐπιστολαί τινες. Αἰ τοῦ Φωκίωνος ἐδείκνυον τὸ πῦρ ποῦ τὸν ἔτρωγε, αἱ τῆς Ἀρσινόης, αἴσθημα ἀναγεννώμενον. Φεῦ! ἦτο τὸ πρῶτον τῆς Ἀρσινόης ὀλίσθημα… ᾘσθάνετο ὅτι παρεσύρετο, ὅτι ἐλιποψύχει καὶ ἤρχοντο στιγμαὶ καθ’ ἂς ἔκλαιεν ἀπὸ ἐντροπὴν. Ὡς ἐξ ἐνστίκτου, ἐζήτει περὶ αὐτὴν ἔρεισμά τι, κἄποιαν ἐνίσχυσιν, ἐζήτει ἓν φάρμακον κατὰ τῆς ἀδυναμίας της τῆς ἐνόχου, τῆς ὀλεθρίας… Πρὸ πολλοῦ ἐπεθύμει νά ταξειδεύσῃ καὶ ὁ σύζυγος ἀνέμενε τὰς διαταγάς της, χωρὶς αὗται νὰ δίδωνται.

— Ὅταν θελήσῃς, εἶμ’ ἕτοιμος, Ἀρσινόη, τῆς εἶπεν ἡμέραν τινά· τίποτε δὲν θὰ μ’ ἐμποδίσῃ.

— Ναί, ναί, Ἄγγελε, εὐχαριστῶ· ἀργότερα. Καὶ ἐνώπιον τῆς συζυγικῆς καλωσύνης, ᾐσθάνετο τὰς παρειάς της φλεγομένας!

Ἡ κρίσις ἔφθασεν εἰς σημεῖον ὀξύτατον. Ὁ Φωκίων εἶνε ἐπιτακτικός, ἐνῷ συγχρόνως ἱκετεύει. Αἱ ἐπιστολαί του ἐκφράζουν ὅλην τὴν ὀδύνην ἀνθρώπου ἐμμανῶς ἀγαπῶντος· εἶνε ἐπιστολαὶ ἡμιπαράφρονος, ἡ τελευταία του δὲ εἶνε ἀληθινὴ λάβα ἡφαιστείου. — «Ἂν δὲν ἔλθῃς — ἔγραφεν — αὐτὴν τὴν φοράν, δὲν θὰ ἠμπορέσω ν’ ἀνθέξω περισσότερον…»

Ἡ ἡμέρα ἐκείνη εἶνε ἡμέρα τρικυμίας ψυχικῆς ἀπεριγράπτου διὰ τὴν Ἀρσινόην· αἱ ὧραι, αἱ στιγμαί, εἶνε ὧραι καὶ στιγμαὶ ἀλλοφροσύνης. Κάθηται, ἐγείρεται, κρατεῖ βιβλίον χωρὶς ν’ ἀναγινώσκῃ, πηγαινοέρχεται, γελᾶ καὶ κλαίει. Εἶχεν ἀποφασίσει τὴν ὑπερτάτην θυσίαν καὶ εἶνε ἐκτὸς ἑαυτῆς. Διότι τὸ βῆμα τὸ ὁποῖον ἀπεφάσισε, δὲν εἶνε εἰς θέσιν νὰ εἴπῃ ἂν τῇ προξενῇ ἀγαλλίασιν ἢ φρίκην! τόσον τὰ δύο ταῦτα αἰσθήματα συγχέονται. Ὁ σύζυγος ἀπουσιάζει δι’ ὑποθέσεις του καὶ εἶνε ἐντελῶς ἐλευθέρα. Ἡ τροφός, ἥτις