Σελίδα:Διηγήματα (Αξιώτης).pdf/79

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
— 73 —

νόην, δεικνύων τὴν εἰκόνα — «Διὰ τὴν θέσιν τοῦ ἀνδρὸς αὐτοῦ θὰ ἔδιδα τὴν ζωήν μου·» καὶ ἀνεστέναξε βαθέως. Ἡ Ἀρσινόη, μολονότι ταραχθεῖσα, ἐκρατήθη ὅμως καὶ ἀπήντησε μὲ ἀπάθειαν:

— Καὶ τις ἡ ἀνάγκη ἀπαγωγῆς; Εἰμπορεῖτε νὰ ἐκλέξετε καὶ νὰ εὐτυχήσετε.

— Ἆ! ναί, εἶπεν ὁ Φωκίων μὲ πικρίαν καταφανῆ. Μίαν φορὰν ἐκλέγουν καὶ ἐγὼ τὴν τύχην μου τὴν εἶδα. Ἡ Ἀρσινόη ἠρυθρίασε κ’ ἔσπευσε ν’ ἀπομακρυνθῇ, μετ’ οὐ πολὺ δὲ καὶ οἱ τρεῖς ἀπήρχοντο τοῦ Πολυτεχνείου.

Ὁ Φωκίων ἔκτοτε ἤλλαξε τρόπον. Ἀπὸ τῆς ἄκρας εὐθυμίας, παρεδίδετο αἴφνης εἰς μελαγχολίαν μεγάλην. Ἡ Ἀρσινόη ἦτο ἀπαθής, ἢ ἐπροσποιεῖτο καὶ ὁ Φωκίων ἠρεθίζετο. Συχνὰ τῇ ἔρριπτεν ἐπίμονα ἢ παρακλητικὰ βλέμματα εἰς τὰ ὁποῖα ἐκείνη δὲν ἀπήντα καὶ ὁ Φωκίων ἐγίνετο ἐκτὸς ἑατοῦ. Ἐβασανίζετο ὑπὸ ἐπιμόνου σκέψεως, ἦτο δὲ διαρκῶς ἐν νευρικῇ ταραχῇ καὶ ἤρχοντο στιγμαὶ καθ’ ἃς ἐπεθύμει νὰ τὸν ἐδίωκον τῆς οἰκίας μᾶλλον παρὰ νὰ τὸν δέχωνται μὲ τόσην προθυμίαν. Ἔκαμνεν ἐκ διαλειμμάτων συντόμους ἀπουσίας, χωρὶς ἡ κατατρύχουσα αὐτὸν ὀδύνη νὰ κατευνάζεται.

Μίαν πρωΐαν τέλος, ἐν στιγμῇ ἀκροτάτου ἐρεθισμοῦ, ἔπεσεν εἰς τοὺς πόδας τῆς Ἀρσινόης, ἐξομολογούμενος με γλῶσσαν πυρίνην, τὸ κατατρῶγον αὐτὸν πάθος....

Ἐκείνη. ἥτις πρὸ πολλοῦ τὸν ἐμάντευε, ἀπέκρουσεν, ὡς εἴδαμεν, ὑπερήφανα, ἐν ἀγανακτήσει, τὴν αὐθάδη ἐξομολόγησιν, ὅτε δ’ ἐκεῖνος ἀπηλπισμένος ἀπήρχετο, ἐκείνη ἀνελύετο εἰς δάκρυα…

IV

Μεγάλη μεταβολὴ ἐπῆλθεν εἰς τὰς ἕξεις καὶ εἰς αὐτὸν τὸν χαρακτῆρα τοῦ Φωκίωνος. Αἱ ἐπισκέψεις του εἰς τοῦ