Σελίδα:Διηγήματα (Αξιώτης).pdf/77

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
— 71 —

ἂν καὶ ἐπάλαιε διηνεκῶς μεταξὺ προσφάτου ἀκόμη, καυστικῆς ἀναμνήσεως καὶ καθήκοντος ἱεροῦ.

Ἐβίαζεν ἑαυτήν, προσπαθοῦσα νὰ συνδέεται στενώτερον ὁσημέραι πρὸς τὸν σύζυγον, συχνὰ δέ, ὁσάκις καμμία ἀνάμνησις τὴν ἠνώχλει ἐπίμονος, τὸν ἐκράτει πλησίον της, ὡς δεινόν τι προαισθανομένη, ὡσὰν νὰ τὴν ἠπείλει συμφορά. Ἐκεῖνος τὴν ἔβλεπεν ἀπορῶν καὶ τὴν καθησύχαζε μὲ λόγους μειλιχίους.

Μικρὸν κατὰ μικρὸν ἡ ψυχικὴ τρικυμία κατηυνάζετο. Οἱ παροξυσμοὶ ἐγίνοντο σπανιώτεροι. Τὸ ἀόρατον ἄστρον, εἰς ὃ ἀνεφέροντο ἐνίοτε οἱ ὀφθαλμοὶ τῆς ψυχῆς, ἐθαμβοῦτο ὁλονέν, ὠχρία, ἀποβάλλον βαθμηδὸν τὴν προτέραν λάμψιν, τότε δὲ μία γαλήνη εὐεργετική, σωτηρία, ἐγέμιζε τὴν καρδίαν της. Οἱ καπνοὶ ποῦ τὴν ἐσκότιζον πρίν, διελύοντο καὶ τώρα ἔβλεπε καθαρὰ ἐνώπιον της. Πολὺ δίκαιον εἶχεν ὁ πατήρ της, ὅστις, ἀφοῦ τὴν ἐχειραγώγησε καὶ τὴν ἐνίσχυσεν, ἀπῆλθεν ἐκ τοῦ κόσμου τούτου, βέβαιος περὶ τοῦ ἔργου του. Ἡ ἀσθένεια τῆς Ἀρσινόης βαθμηδὸν ὑπεχώρει, δὲν θὰ παρήρχετο δὲ πολὺς καιρὸς καὶ ἡ ἴασις θὰ ἦτο ἐντελής. Εἶχε καὶ ἡ Ἀρσινόη τὸ ὄνειρόν της τὸ νεανικόν, τὸ ὁποῖον πρὸ πολλοῦ ἐσβέσθη ἐντελῶς καὶ δὲν ὑπάρχει ἐξ αὐτοῦ παρὰ τέφρα ψυχρά, τὴν ὁποίαν δὲν φοβεῖται. Τώρα, ἀντὶ τοῦ ὀνείρου ἐκείνου, ἁπλοῦται ἐνώπιον αὐτῆς ἡ πραγματικότης ἡ ἄνευ ὀνείρων, ἡ ὁμαλή, ἡ ἀτάραχος. Ἡ ἑστία, ὁ καλὸς σύζυγος! Ἓν ἄχ! εἷς στεναγμὸς ἀνακουφίσεως καὶ τώρα ἡ λήθη, ἡ τόσον εὐεργετική.

Ἦτο εὐτυχὴς ἡ Ἀρσινόη, ἦτο δηλαδὴ ἥσυχος, ὅτε πρωΐαν τινὰ εὑρέθη ἐνώπιον της ὁ Φωκίων… Ἦτο μόνη… Αὐτός, πρὸ μικροῦ ἐπανελθὼν ἐκ ταξειδίου, ἔτρεξεν εὐθὺς παρὰ τῇ φίλῃ οἰκογενείᾳ… Ἦτο τύπος ὡραίου ἀνδρός, καθ’ ὅλην τὴν σημασίαν τῆς λέξεως. Ἡ στάσις του ἐδεικνυε κάποιαν συστολήν. Ἡ Ἀρσινόη δὲν θὰ ἠδύνατο νὰ