Σελίδα:Διηγήματα (Αξιώτης).pdf/75

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
— 69 —

Ἦτο συνέχεια θυέλλης, ἥτι εἶχεν ἄλλοτε συγκλονίσῃ τὰ σπλάγχνα της τὰ παρθενικά.

Ὅταν ὁ πατὴρ τῆς Ἀρσινόης—δύο ἔτη πρότερον—τῆς ἐπρότεινε διὰ σύζυγον τὸν Ἄγγελον, ἡ νέα κόρη ἐσκυθρώπασε· διότι ὁ Ἄγγελος, παρὰ τὴν φυσικὴν ἀγάθοτητά του, δὲν εἶχε τὰ προσόντα ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα ἑλκύουν ἐκ πρώτης ὄψεως. Σοβαρός, σχεδὸν ψυχρός, δὲν ἀπεκάλυπτεν εὔκολα τὰ ψυχικά του χαρίσματα. Ἡ καρδία του ὡμοίαζε μὲ κιβώτιον, ἐγκλεῖον μὲν θησαυροὺς ἴσως, ἀλλὰ στεγανῶς κλειστόν. Ἦτο χρυσός, χωρὶς ὅμως νὰ στίλβῃ· παρουσίαζε δηλαδὴ ἀκριβῶς τὸ ἀντίθετον τοῦ πασιγνώστου φαινομένου, καὶ ἡ Ἀρσινόη, νέα ἐνθουσιώδης, οὐδὲν ᾐσθάνετο πλησίον του, δὲν ᾐσθάνετο τουτέστι ὅ,τι ἑλκύει, ὅ,τι συναρπάζει μίαν καρδίαν. Τὸ ἐναντίον ἀκριβῶς συνέβαινε μὲ τὸν ἐπίσης οἰκογενειακὸν φίλον Φωκίωνα. Ὡραῖος αὐτός, εὐφυής, ζωηρότατος, εἶχεν ἑλκύσῃ τὴν προσοχὴν καὶ κατόπιν τὴν καρδίαν τῆς Ἀρσινόης, ἥτις εἶχε τὴν ἡλικίαν ἐκείνην, καθ’ ἣν δὲν σκέπτεταί τις διόλου, ἀλλὰ μόνον αἰσθάνεται. Οἱ δύο νέοι, ὁ Ἄγγελος καὶ ὁ Φωκίων, ἂν καὶ ἀνόμοιοι τὸν χαρακτῆρα, ἦσαν φίλοι, συνηντῶντο δὲ συχνὰ καὶ εἰς τὴν οἰκίαν τῆς Ἀρσινόης, καλῆς, ὡραίας, νοήμονος κόρης καὶ νύμφης ἐπιζήλου. Συχναὶ ἦσαν αἱ συναναστροφαὶ μεταξὺ πατρός, θυγατρὸς καὶ τῶν δύο νέων, ἐνῷ δὲ ὁ Φωκίων δὲν ἔπαυε χαριεντιζόμενος καὶ σπείρων τὴν εὐθυμίαν. Ἄγγελος ὡμίλει ὀλίγα καὶ σχεδὸν σοβαρὰ πάντοτε. Τοῦτο ἐπείσμωνε τὴν νέαν κόρην, ἑλκυομένην καθεκάστην πλειότερον πρὸς τὸν Φωκίωνα. Συνέβη, δὶς ἢ τρίς, στραφεῖσα ἀποτόμως πρὸς τὸν Ἄγγελον, νὰ συλλάβῃ τὸ βλέμμα του προσηλωμένον ἐπιμόνως ἐπ’ αὐτῆς· τίποτε ἄλλο δὲν ἠδύνατο ν’ ἀναγνώσῃ ἐπὶ τοῦ προσώπου του. Ἡ μεταξὺ τῶν δύο νέων διαφορά, τουλάχιστον ἡ ἐξωτερική, ἦτο μεγάλη καὶ ἡ νέα κόρη ὡρισμένως ἔκλινε πρὸς τὸν Φωκίωνα. Τοῦ