— Αἰφνίδιος κεφαλόπονος, Ἄγγελε. Δὲν εἶνε τίποτε.
Ὁ σύζυγος ἔψαυσε τὸ μέτωπόν της.
— Τὸ κεφάλι σου καίει, εἰπε. Ἀναπαύσου, θὰ σοῦ κάμω συντροφιάν.
— Τί καλὸς ποῦ εἶσαι! εἶπεν ἐκείνη.
Ἐκεῖνος ἐπῇρε βιβλίον καὶ ἐκάθησεν ἀπέναντί της.
Βυθισμένος εἰς τὴν ἀνάγνωσιν, δὲν παρετήρησεν ὅτι ἡ σύζυγος εἶχεν ἀποκοιμηθῆ. Αἴφνης ἤκουσε ψιθυρισμόν: — «Φύγε, φύγε.»
Παρετήρησε τὴν σύζυγον, ἧς τὰ χείλη ἐκινοῦντο ἠρέμα. Ἀνησύχησε καὶ ἀπέθεσε τὸ βιβλίον. Ἀλλ’ ὁ ὕπνος τῆς νεαρᾶς γυναικὸς μετ’ ὀλίγον ἐγένετο ἡσυχώτερος. Ἡ ἀναπνοὴ ἐξήρχετο ἤρεμος ἐκ τῶν ἡμιανοίκτων κοραλλίνων χειλέων, καὶ εἰς τὸ πάλλευκον πρόσωπον, ὅπερ ἔβαφεν ἐλαφρὰ ῥοδίνη χροιά, ἐπεκάθητο γαλήνη. Ὁ σύζυγος ἐπανέλαβε τὴν ἀνάγνωσιν.
Μετά ἡμίσειαν ὥραν ἡ νεαρὰ γυνὴ ἤνοιξε τοὺς ὀφθαλμούς.
— Τί καλὰ ποῦ κοιμήθηκα! εἶπε.
— Καὶ ὅμως ἤσουν εἰς τὴν ἀρχὴν πολὺ ἀνήσυχος· ἐπαραμιλοῦσες μάλιστα.
— Ἆ! καὶ τί εἶπα;
— Ἔλεγες «φύγε, φύγε.» Ἐμένα ἔδιωχνες βέβαια, εἶπε μειδιῶν ἐκεῖνος.
Ἐκείνη ἐγέλασε.
— ’σένα νὰ διώξω, Ἄγγελε; Τὸν φύλακα τὸν ἄγγελόν μου;
Ἀπὸ δύο ἐτῶν ὁ βίος τῆς Ἀρσινόης ἦτο γαλήνιος, ὁμαλός, ὡς ἐπιφάνεια λίμνης. Αἴφνης ἦλθε νὰ τὸν ταράξῃ τρικυμία, ἣν εἶχε νομίσῃ ἐκλιποῦσαν, κοπάσασαν ἐντελῶς.