Σελίδα:Διηγήματα (Αξιώτης).pdf/74

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
— 68 —

— Αἰφνίδιος κεφαλόπονος, Ἄγγελε. Δὲν εἶνε τίποτε.

Ὁ σύζυγος ἔψαυσε τὸ μέτωπόν της.

— Τὸ κεφάλι σου καίει, εἰπε. Ἀναπαύσου, θὰ σοῦ κάμω συντροφιάν.

— Τί καλὸς ποῦ εἶσαι! εἶπεν ἐκείνη.

Ἐκεῖνος ἐπῇρε βιβλίον καὶ ἐκάθησεν ἀπέναντί της.

Βυθισμένος εἰς τὴν ἀνάγνωσιν, δὲν παρετήρησεν ὅτι ἡ σύζυγος εἶχεν ἀποκοιμηθῆ. Αἴφνης ἤκουσε ψιθυρισμόν: — «Φύγε, φύγε.»

Παρετήρησε τὴν σύζυγον, ἧς τὰ χείλη ἐκινοῦντο ἠρέμα. Ἀνησύχησε καὶ ἀπέθεσε τὸ βιβλίον. Ἀλλ’ ὁ ὕπνος τῆς νεαρᾶς γυναικὸς μετ’ ὀλίγον ἐγένετο ἡσυχώτερος. Ἡ ἀναπνοὴ ἐξήρχετο ἤρεμος ἐκ τῶν ἡμιανοίκτων κοραλλίνων χειλέων, καὶ εἰς τὸ πάλλευκον πρόσωπον, ὅπερ ἔβαφεν ἐλαφρὰ ῥοδίνη χροιά, ἐπεκάθητο γαλήνη. Ὁ σύζυγος ἐπανέλαβε τὴν ἀνάγνωσιν.

Μετά ἡμίσειαν ὥραν ἡ νεαρὰ γυνὴ ἤνοιξε τοὺς ὀφθαλμούς.

— Τί καλὰ ποῦ κοιμήθηκα! εἶπε.

— Καὶ ὅμως ἤσουν εἰς τὴν ἀρχὴν πολὺ ἀνήσυχος· ἐπαραμιλοῦσες μάλιστα.

— Ἆ! καὶ τί εἶπα;

— Ἔλεγες «φύγε, φύγε.» Ἐμένα ἔδιωχνες βέβαια, εἶπε μειδιῶν ἐκεῖνος.

Ἐκείνη ἐγέλασε.

— ’σένα νὰ διώξω, Ἄγγελε; Τὸν φύλακα τὸν ἄγγελόν μου;

II

Ἀπὸ δύο ἐτῶν ὁ βίος τῆς Ἀρσινόης ἦτο γαλήνιος, ὁμαλός, ὡς ἐπιφάνεια λίμνης. Αἴφνης ἦλθε νὰ τὸν ταράξῃ τρικυμία, ἣν εἶχε νομίσῃ ἐκλιποῦσαν, κοπάσασαν ἐντελῶς.