Σελίδα:Διηγήματα (Αξιώτης).pdf/72

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
— 66 —

γαμβροῦ του. Ἠσθάνετο τὸ τέλος ἐγγίζον καὶ συχνὰ ἐψιθύριζε, ἐρωτῶν ἂν ἦλθεν ὁ Καραγιάννης.

— Ἤθελα νὰ τὸν ἤβλεπα. Μπέλλα, πότε θάρθῃ;

Καὶ τὰ μάτια τῆς Μπέλλας ἐγέμιζαν δάκρυα. Καὶ ὁ ἀσθενὴς ἐπρόσθετε.

Μὴν κλαίς· θάρθῃ χωρὶς ἄλλο.

Δυὸ τρεῖς ἡμέρας κατόπιν, τὸν ἐμετάλαβαν καὶ μία γαλήνη ὑπερκόσμιος ἐξωράϊσε τὸ κάτισχνον πρόσωπόν του. Περιέφερε τὸ βλέμμα ἐδῶ κ’ ἐκεῖ, ἐκινοῦσε τὰ χείλη, ὡσὰν κάτι νὰ ἤθελε νὰ εἰπῇ, ὅταν ἔξαφνα διεδόθη ὅτι ἕνα καράβι εἶχεν ἀράξῃ στὸν Τοῦρλο.

Ἦτο ἡ «Μπέλλα» καὶ δὲν παρῆλθεν ὥρα, ὁποῦ ὁ Καραγιάννης εἰσῆλθεν εἰς τὸ δωμάτιον τοῦ ἀσθενοῦς. Δὲν ἐγνώριζε περὶ τῆς ἀσθενείας του καὶ ἔμεινε κατάπληκτος! εἶχεν ἐνώπιόν του ἓν πτῶμα…

Τὸ πρόσωπον τοῦ θνήσκοντος ἐφωτίσθη.

Ἠτένισε τὸν γαμβρόν του καὶ διὰ τοῦ βλέμματος τοῦ ἔνευσε νὰ πλησιάσῃ. Ἐκεῖνος ἐπλησίασε καὶ ἔκυψεν ἐπ’ αὐτοῦ. Ἐκ τοῦ στόματος τοῦ θνήσκοντος ἐξῆλθε ψιθυρισμός…

— Νὰ τὴν ἀγαπᾶς…

Δάκρυα ἀνέβλυσαν ἐπὶ τῶν βλεφάρων τοῦ Καραγιάννη.

Τοῦ ἔνευσεν ἀκόμη. Ἐκεῖνος ἔκλινε· σχεδὸν ἤγγισε μὲ τὸ πρόσωπον τὰ χείλη του καὶ ἠκροάσθη.

Τὰ χείλη τοῦ θνήσκοντος διεστάλησαν ἐλαφρά, ὡς ὅταν θέλει τις νὰ μειδιάσῃ.

— Καὶ νὰ τῆς δώσῃς ἐκεῖνα τὰ τάλλαρα…

Ἦτο ἡ τελευταία πνοή…

Τὸ πρῶτον καὶ τελευταῖον του χαμόγελο…