Σελίδα:Διηγήματα (Αξιώτης).pdf/71

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
— 65 —

Ἀλλὰ ὁ Ἀντωνέλλος, τιμονεύων δεξιῶς, κατώρθωσε νὰ πλησιάσῃ τὴν ἀμμώδη παραλίαν, ἐπάνω εἰς τὴν ὁποίαν ἡ βαρκοῦλα ἐρρίφθη μὲ τὴν μίαν τῶν πλευρῶν. Μὲ τὴν βοήθειαν παρατυχόντων διαβατῶν αἱ γυναῖκες ἀπεβιβάσθησαν, ὁ δὲ Ἀντωνέλλος, περιβάλλων καὶ ὑποβαστάζων τὴν ἀδελφήν, τὴν ὡδήγησεν εἰς τὰ ἴδια.

Ἡ καϋμένη ἡ Μπέλλα ἀρρώστησε δυνατά. Τὸ ψῦχος τὴν εἶχε διαπεράση καὶ ὁ ἰατρὸς εἶπεν, ὅτι χρειάζεται πολλὴ προσοχὴ καὶ πολλαὶ φροντίδες διὰ ν’ ἀναλάβῃ· τὴν κατέκαιεν ὁ πυρετός… Νοσοκόμος της, καθ’ ὅλον τὸ διάστημα τῆς ἀσθενείας ἦτο ὁ Ἀντωνέλλος, ὅστις δὲν ἤθελε νὰ τὴν περιποιηθῇ κανεὶς ἄλλος. Οὔτε ἔτρωγε, οὔτε ἐκοιμᾶτο ὅπως ἔπρεπε, μεθ’ ὅλας τὰς ἐνστάσεις τῆς Μπέλλας ἥτις, μετὰ εἴκοσιν, ἡμέρας ἀνέρρωσε.

Ὅταν ὅμως ἐστράφη νὰ ἰδῆ τὸν Ἀντωνέλλον, κατετρόμαξε! Δὲν ἦτο πλέον αὐτός· ἦτο ἡ σκιά του. Κατέρρευσεν ἐντὸς μιᾶς ἡμέρας· αἱ συγκινήσεις, οἱ κόποι καὶ αἱ ἀγρυπνίαι εἶχον τελείως καταβάλῃ τό, καὶ ἄλλως, ἀσθενὲς σαρκίον τοῦ γέροντος. — Γρήγορα στὸ κρεββάτι, ἐφώναξεν ἡ Μπέλλα καὶ ὁ Ἀντωνέλλος δὲν ἀντέστη. Κατεκλίθη, καὶ ὁ ἰατρός, ἀφοῦ τὸν εἶδε, εἶπε κρυφὰ εἰς τὴν Μπέλλαν τὴν ἀλήθειαν· ὁ Ἀντωνέλλος ἦτο εἰς τὰ τελευταῖα του… Ἡ Μπέλλα ἔκλαυσε, ἀλλ’ ἔκρυψε τὰ δάκρυά της καὶ ἐκάθησε κοντὰ στὸ προσκέφαλό του.

Ὁ Ἀντωνέλλος ἔσβυνε χωρὶς ἀγωνίαν· μία γαλήνη ἦτο χυμένη εἰς τὸ πρόσωπόν του, γαλήνη ὕπνου, ὅστις ἔμελλε νὰ εἶνε αἰώνιος. Ἤνοιγε ἀπὸ καιροῦ εἰς καιρὸν τὰ μάτια, ᾐσθάνετο ὅτι εἶνε πλησίον του ἡ ἀδελφή.

— Μπέλλα, ἐψιθύρισε μίαν φοράν, δὲ θέλω ν’ ἀγρυπνᾶς καὶ νὰ κουράζεσαι· ἄμε…

Καὶ ἔδιδε εἰς τὴν φωνήν του τόνον θυμωμένου.

Ἐκεῖνο ὅμως ποῦ τὸν ἐπείραζε πολὺ ἦτο ἡ ἀπουσία τοῦ