Σελίδα:Διηγήματα (Αξιώτης).pdf/7

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
Ο ΠΑΠΠΑ ΣΥΝΕΣΙΟΣ
(ΝΗΣΙΩΤΙΚΕΣ ΕΙΚΟΝΕΣ)

ΚΕΦ. Α′.
ΤΟ ΔΙΧΤΥ

— Ξεμώραμα!

— Ἀνόητε!

— Κακοῦργα!

— Χαμένε! Θὰ φᾶς τὸ κεφάλι σου πάλι μ’ αὐτὰ ποῦ σοφίστηκες μαζῆ μὲ τὸν ἄξιο σύντροφό σου, τὸ Γιάννη τὸ Σερέτη.

— Μὴ σὲ νοιάζῃ καθόλου, εἶπεν ἐκεῖνος. Καὶ πιὸ χαμηλὰ τῆς ἐπέταξε μιὰ λέξι ποῦ ἔκαμε τὴ γυναίκα νά τιναχτῇ.

— Ἀνόητε! ἐξέχασες τὸ γραμμένο. «Λάκκον ὤρυξε καὶ ἀνέσκαψεν αὐτόν».

— Ἐσὺ νὰ τρῶς νὰ πίνῃς καὶ νὰ μὴ σὲ κόφτῃ. Ἔχουσι τὴν γνῶσιν οἱ φύλακες· ὕστερα πολὺ ἀργὰ ἐθυμήθηκες τὴ Γραφή.

Τὴ λεπτή, τὴν χαριτωμένη αὐτὴ ὁμιλία ἔκαναν ἀνάμεσό τους—ποιὸς ἤθελε τὸ πιστέψη ποτὲ—ἕνας γυιὸς καὶ μιὰ μάννα, στὸν αὐλόγυρο ἑνὸς μοναστηριοῦ, μιὰ πρωϊνὴ ἀπολείτουργα. Τὸ παράξενο δὲ εἶνε πῶς αὐτὸ δὲν ἦταν ἐχθρικὸ πετροβόλημα, ὅπως λογικὰ θὰ ὑπόθετε καθένας· ἤταν, ὅλο τὸ ἐναντίο, ἕνα παιχνίδι μαλακό, ἀθόρυβο, ὅλως διόλου