Σελίδα:Διηγήματα (Αξιώτης).pdf/59

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
— 53 —

ἡμιλιπόθυμον εἰς τὰς ἀγκάλας ὁμίλου γυναικῶν ἐν τῷ μέσῳ θρήνων καὶ κραυγει καὶ φεύγει τρέχων. Ἦτο ὁ Ἀντωνέλλος ὁ ἀμίλητος, ὁ ἀγέλαστος. Τὰ χέρια του, τὰ μαλλιά του καὶ τὰ φρύδια του εἶχαν ὑποφέρῃ ἀρκετά. Ἡ νέα ἐκείνη διηγεῖτο συχνὰ τὸ ἀνδραγάθημα τοῦ Ἀντωνέλλου, τὸν ὁποῖον ἐθεωροῦσε σωτῆρα της. Μὲ πραγματικὰς λοιπὸν προικισμένος ἀρετὰς καὶ χωρὶς ἐλαττώματα, ἦτο περιζήτητος γαμβρός. Αὐτὴν τὴν ἰδέαν εἶχαν πολλαὶ μητέρες καὶ περισσότεραι ὑποψήφιοι νύμφαι, φρονῶ ὅμως ὅτι, ἂν καμμία προξενήτρια ἤθελε τολμήσῃ νὰ τοῦ προτείνῃ ἀποκατάστασιν, θὰ ἦτο ἱκανὸς νὰ τὴν δείρῃ. Ὁ Ἀντωνέλλος νὰ νυμφευθῆ! Νὰ βάλῃ εἰς τὸ σπίτι του γυναῖκα ἄλλην, ἐκεῖ που βασιλεύει ἡ ἀδελφή του! Νὰ σκεφθῇ αὐτός, νὰ διανοηθῇ, ἔστω καὶ πρὸς στιγμήν, νὰ ὑπανδρευθῇ, πρὶν ὑπανδρεύσῃ τὴν ἀδελφήν του! Καὶ δὲν ἐτολμοῦσε κανεὶς νὰ τοῦ προτείνῃ ἕνα τοιοῦτον τερατῶδες σχέδιον! Ἀλλοίμονον του, οἱοσδήποτε καὶ ἂν ἦτο…

Ἔχαιρε μὲ τὴν χαρὰν τῆς ἀδελφῆς, ἐγελοῦσε (καθ’ ἑαυτόν, ἐννοεῖται) μὲ τὸ γέλοιο της, ἐτρέφετο μὲ τὰ ὄνειρά της… Καὶ τί ὄνειρα! Τὴν ἐφαντάζετο ἀποκαταστημένην, εὐτυχῆ ὅσον καμμίαν ἄλλην. Ὅσον τὴν ἔβλεπε ν’ ἀναπτύσσεται, ὡραία, λυγερὴ μαυρομμάτα, ηὔξανε καὶ ἡ ἀγάπη του πρὸς αὐτήν· ἦτο ὑπερήφανος καὶ ηὐφραίνετο μὲ τὰ ὄνειρα τὰ ὁποῖα ἐφαντάζετο πραγματικά, τότε δέ, ὡσὰν νὰ ἐτελεῖτο εἰς τὴν καρδίαν του μέσα μία μυστικὴ πανήγυρις.

Ἦτο ὅμως καὶ πολὺ δύσκολος ἐπάνω σ’ αὐτό. Ἐννοοῦσε νὰ δώσῃ τῆς ἀδελφῆς του τὸν καλλίτερον ἄνδρα· καὶ μίαν φοράν, ὁποῦ ἕνας τῶν λατρευτῶν της ἐτόλμησε νὰ τῆς κάμῃ πατινάδα, ὁ Ἀντωνέλλος εὐγῆκε στὸ παράθυρο μὲ τὰ νυχτικά του καὶ τοῦ εἶπε νὰ τραβηχθῇ, γιὰ νὰ μὴ φάγῃ καμιὰ τρομπονιά· ὁ νέος αὐτὸς ἐραστὴς δὲν ἦτο τοῦ γούστου του.