Σελίδα:Διηγήματα (Αξιώτης).pdf/57

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
— 51 —

τερον πλοίαρχον, αὐτὸς ὅμως κατέληξεν εἰς τὸ πλοῖον τοῦ Καραγιάννη, νέου πλοιάρχου, μὲ τὸν ὁποῖον συνεδέθη μὲ τοὺς ἀρρήκτους δεσμοὺς φιλίας πραγματικῆς. Ὁ Ἀντωνέλλος ἦτο ἡ ψυχὴ τοῦ πλοίου. Ἀκαταπόνητος, αὐστηρός, ἀλλὰ δίκαιος, μόνον τοὺς ὀκνηροὺς ἀπεστρέφετο.

Νεότητα ὁ Ἀντωνέλλος δὲν εἶχε γνωρίσῃ· παρῆλθε δι’ αὐτὸν χωρὶς σχεδὸν νὰ τὸ καταλάβῃ. Ἡ μόνη ἀγάπη, τὸ πάθος μᾶλλον τὸ ὁποῖον ἐφαίνετο νὰ τὸν κατέχῃ ὁλόκληρον, ἦτο ἡ πρὸς τὴν ἀδελφήν του ἀφ’ ἑνός, καὶ ἡ πρὸς τὸ καράβι του ἀφ’ ἑτέρου, θερμή, ὁλόψυχος προσκόλλησίς του. Εἶχαν νὰ κάμουν ὅλοι μὲ τὸν μοναδικὸν αὐτὸν χαρακτῆρα. — Τί διάβολο! ἔλεγαν· μάρμαρο εἶν’ αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος! Διότι δὲν τὸν εἶδαν ποτὲ νὰ γλεντίσῃ καὶ αὐτός, σὰν νέος, δὲν ἐνθυμεῖτο νὰ τὸν εἶδε κανεὶς ποτὲ νὰ γελάσῃ! Ἡ Μπέλλα ἡ ἀδελφή του καὶ τὸ καράβι ἦσαν τὰ μόνα του ἰδανικά, ἡ μόνη τοῦ χαρά, ὁ κόσμος ὅλος! Καὶ ἡ ἀδελφή του ὅμως δὲν τὸν ἀγαποῦσε ὀλιγώτερον καὶ σήμερον ἐνθυμοῦνται τὴν μικρὰν Μπέλλαν, ὅταν ὁ ἀδελφὸς ἔλειπε στὰ ξένα, νὰ καταβαίνῃ εἰς τὸ παράλιον μὲ καμμιὰν φιληνάδα της καὶ εἰς τὴν ἄμμον ἐπάνω, ἢ ἐπὶ βράχου, νὰ τραγουδῇ, ὅταν ἔβλεπε καράβι νὰ διαβαίνῃ.

«Καράβι καραβάκι ποῦ πᾶς γιαλὸ γιαλό,
«τὸν ἀδελφό μου φέρε, φέρτον μὲ τὸ καλό.
«Καράβι καραβάκι, ποῦ σκίζεις τὰ νερά,
«τὸν ἀδερφό μου φέρε, τὴ μόνη μου χαρά!

Τὸν ἔλεγαν ἀγέλαστον, παράξενον, κακὸν μάλιστα, ἐνῷ ἦτο ὁ καλλίτερος τῶν ἀνθρώπων. Ποσάκις τὸ ἐξωτερικὸν δὲν ἀπατᾶ! Καὶ συχνὰ συμβαίνει, εὔχαρις, λεία, γελαστὴ ἐπιφάνεια, νὰ κρύπτῃ θυέλλας παθῶν εἰς τὸ βάθος, καὶ τ’ ἀνάπαλιν, ἐξωτερικὸν αὐστηρόν, στρυφνόν, σκαιόν, ἂν θέλετε, νὰ καλύπτῃ ἀρετὰς πολυτίμους, τὰς ὁποίας νὰ φυλάττῃ ζηλοτύπως, ὡς ὁ φιλάργυρος τοὺς θησαυρούς του, ὡσὰν