Σελίδα:Διηγήματα (Αξιώτης).pdf/52

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
— 46 —

καμμίαν, οὐδὲ τὴν ἐλαχίστην, ἀκτίνα φωτός… Καὶ ἐνῷ ἐβάδιζε μὲ ἀγωνίαν, ζητῶν διέξοδον, ὁ λαβύρινθος δὲν μετεβάλλετο, εἰς τὸν αὐτὸν δὲ κύκλον συστρεφόμενος ἄπελπις καὶ πίπτων ἀπὸ κόπωσιν, ἐπειρᾶτο νὰ κραυγάσῃ καὶ ἀφυπνίζετο ἔντρομος καὶ περίρρυτος ἀπὸ ἱδρῶτα…

Εἶχε φθάσῃ εἰς τὸ ἀπροχώρητον.

Τὰ πάντα εἶχον παραδοθῇ, θυσιασθῇ, εἰς τὴν ἀπληστίαν τῆς Κίρκης, τῆς ὁποίας ἡ δίψα ἦτο ἀναλλοιώτως ἀκμαία!

— Θέλω! ἔλεγεν ἡ Κίρκη.

— Οἶκτον! ἐψιθύριζε το θῦμα· τίποτε δὲν ἀπέμεινε πλέον…

— Μένω ἐγώ!

Καὶ τὸ ἄτονον βλέμμα τοῦ θύματος ἐζωογονήθη.

— Ναί, ἐψιθύρισε· πρόσταξε!

Ἐκείνη διετύπωσε τὴν θέλησίν της, θέλησιν Ἀρπυίας!

— Μόνον ἡ τιμὴ μένει ἀκόμη· εἶπεν ἐκεῖνος.

— Τὴν θέλω, ἂν μ’ ἀγαπᾷς…

Καὶ τὸν περιεπτύχθη παράφορος, μὲ σκιρτήματα πάθους ἀγρίου!

Πρὸς στιγμήν, ὡς νὰ ἤθελε ν’ ἀποτινάξῃ τὴν νάρκην, ἥτις τοῦ ἐδέσμευε τὴν ἀσθενῆ διάνοιαν, ὡσὰν πρὸς στιγμήν, ν’ ἀνένηψεν ἐκ τῆς μέθης, ὡσὰν νὰ διέκρινε τὴν ἀνταύγειαν φωτὸς σωτηρίου…

— Τὴν τιμήν, ἄφησέ μου τὴν τιμήν, εἶπεν ἱκετεύων.

Ψυχρά, παγετώδης τὸν ἠτένισε.

Ἐκεῖνος ἔκλινε τὴν κεφαλὴν ἀνίσχυρος.

Ἡ Κίρκη ἔκυψε καὶ τοῦ ἐθέρμανε τὸ πρόσωπον μὲ τὴν πνοήν της τὴν ἀποπνέουσαν μῦρα καὶ δηλητήριον…

— Ἀλλὰ τότε φροντίζω ἐγὼ μόνη· ἔχω τὸν τρόπον· δὲν τὸν γνωρίζεις; Εἰς ἓν νεῦμά μου μόνον…