Σελίδα:Διηγήματα (Αξιώτης).pdf/51

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
— 45 —

δῶς. Εἰς τὸν κατήφορον, ὡς ἐξ ἐνστίκτου, κρατεῖται ἀπὸ προστυγχάνοντας θάμνους, ἀπὸ ἀσθενῆ ξηρόχορτα… Ἐργάζεται μέ τινα μανίαν καὶ οἱ συνάδελφοι ἀναγνωρίζουν τότε τότε τὸν σονεργάτην τῶν παλαιῶν ἡμερῶν, τὸν ἀκάματον, τὸν τίμιον. Ἀλλὰ τὰ φωτεινὰ διαλείμματα εἷνε σπάνια καὶ σύντομα, ὁ δὲ φθόνος αἰσθανόμενος τὴν προσεχῆ πτῶσιν τοῦ δούλου, προβάλλει τὸ ὠχρὸν πρόσωπόν του, ἑτοιμαζόμενος ν’ ἀνακαγχάσῃ. Αἱ χεῖρες τοῦ θύματος ἐξασθενοῦν ὁσημέραι. Οἱ θάμνοι καὶ τὰ ξηρόχορτα — ἐλπίδες φροῦδαι — δὲν τὸν κρατοῦσι πλέον…

Δὲν ἔπασχε μόνον ἠθικήν, ἀλλὰ καὶ σωματικὴν κάρωσιν, ὡς κατόπιν κοπώσεως ὑπερτάτης. Καὶ ἦσαν σχεδὸν ἡδονικαὶ αἱ στιγμαὶ αὐταί. Μίαν πρωίαν ἦτο μόνος καὶ ἐν στιγμῇ διανοητικῆς προσηλώσεως εἰς τ’ ἀντικείμενα ἐκεῖνα, ὅπου ἦσαν ἡ ἀφορμὴ εὐδαιμονίας συγχρόνως καὶ μαρτυρίου, ὡσὰν ν’ ἀπεκοιμήθη καὶ ὡσὰν νὰ ἠνοίχθησαν πρὸ τῶν ἐκπλήκτων ὀμμάτων του ὁρίζοντες νέοι, μαγικοί, εἰς αὐτὸν ἄγνωστοι ἕως τότε. Καὶ παρήλασε πρὸ αὐτοῦ, ὡς ἐν καλειδοσκοπίῳ, κόσμος ὁλόκληρος, φανταστικός… Θάλασσα μαγική, κατάλευκος, ἀσάλευτος, ὡσὰν ἀπὸ μάρμαρον, ἡπλοῦτο εἰς ἀπέραντον διάστημα καὶ αὐτός, ἐπιβαίνων μικροῦ μονοξύλου, ἔτρεχε, μὲ ταχύτητα πτηνοῦ, ἐπὶ τῆς ἀκυμάντου ἐπιφανείας, ὡσὰν δύναμις ὑπερφυσικὴ νὰ ὤθει τὸ ἀκάτιον… Αἴφνης ἡ λεία ἐπιφάνεια ἐρρυτιδοῦτο… μία στιγμὴ ἀκόμη καὶ μετεβάλλετο εἰς κύματ’ ἀφρισμένα, ὀργίλα, ὁρμητικά, ὑπερύψηλα καὶ τὸ ἀκάτιον ἀνετρέπετο, ἐσφενδονίζετ’ ὡς πτερὸν εἰς ἄξενον παραλίαν, αὐτὸς δέ, ναυαγὸς οἰκτρός, ἐκυλίετο ἐπὶ τῆς ἄμμου ἐξησθενημένος, ἐνῷ ἡ σκηνὴ μετεβάλλετο… Καὶ τοῦ ἐφαίνετο τώρα ὡς νὰ εἰσήρχετο ἐντὸς δάσους καταπύκνου, ζοφεροῦ, μυστηριώδους, μὲ γιγάντεια δένδρα, μὲ