Σελίδα:Διηγήματα (Αξιώτης).pdf/46

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
— 40 —

— Μὰ τὸ θεό, ἐτραύλισεν ὁ Κεριάκος· δὲν ἠξέρω τίβοτα. Μ’ ἐμεθύσανε… τάχασα… ξέρω γὼ ἶντα κάνουνε; Νὰ ὁ ’γούμενος, μὰ τὸ θεὸ ἐγὼ δὲν εἰξέρω, δὲ φταίω, ἐγὼ δὲν ἤθελα… ἐγώ…

Καὶ κάμνοντας γιὰ νὰ φύγῃ, ξαπλώνεται μακρὸς πλατὺς στὸ πάτωμα.

Ὁ Δήμαρχος ἐστράφηκε τότε στὸ ’γούμενο καὶ τοῦ ἔκαμε παρατήρησες καὶ παράπονα. Αὐτὸς τὰ ἤκουσε μὲ μεγάλη ἀπάθεια, εἶπε πῶς δὲ φταίει καθόλου κ’ ἐπρόσθεσε δείχνοντας τὸν γαμπρὸ ποῦ τὸν εἴχανε σηκώσῃ. — Ὅποιος ἀνακατεύεται μὲ τὰ πίτερα, τὸν τρῶνε ἡ ὄρνιθες. Ὁ Μαρούπας ἐφώναζε κι’ αὐτὸς πῶς δὲν εἶνε πράματ’ αὐτὰ νὰ μπένουνε μὲ τὸ ζόρι στὰ σπίτια καὶ νὰ μποδίζουνε τσοὶ γάμοι. Τότε ἡ Ἀρχὴ ἐθύμωσε κ’ ἐμάλωσε δυνατὰ τὸ γέρο Μαρούπα πῶς ἐζήτηξε μὲ τὸ ζόρι νὰ στεφανώσῃ τὸν Κεριάκο, καθὼς καὶ ὁ ἴδιος τ’ ὡμολόγησε, ἔκαμαν ἕνα πραχτικὸ ποῦ τὸ ὑπόγραψαν καὶ μάρτυρες κ’ ἔφυγαν μαζῆ μὲ τὸν παππᾶ Κρητικὸ ὁποῦ σ’ ὅλο τὸ δρόμο ἐδιαμαρτυρότανε πῶς δὲ φταίει καθόλου.

Μόν’ ὁ Γιάννης ὁ Σερέτης στὴν ἀρχὴ τῆς ταραχῆς ἐγίνηκε ἄφαντος, καθὼς ἐγίνηκαν ἄφαντοι καὶ ὅλοι οἱ χωριανοὶ ἀπ’ ὄξω, ἀπὸ φόβο μὴ βροῦν τὸν μπελά τους.

Ἔκαμε πολὺ κρότο τὸ ἀσυνείθιστο σκάνδαλο καὶ ὅλα τά ῥιξαν ἀπάνω στὸν παππᾶ Συνέσιο, γιατὶ ὁ Κεριάκος τὴν ἄλλη μέρα, ξεμέθυστος, τὰ ἐφανέρωσαν ὅλα στὸ σπίτι τοῦ Κοντοπάνη, ποῦ δὲν τὸν ἄφηκε πλιὸ νὰ εὔγῃ ἀπὸ μέσα.

Μὲ τὴν ἀφορμὴ αὐτῆς τῆς ἱστορίας, καθὼς καὶ τῆς ἄλλης τοῦ λαθρεμπόριου, ποῦ τὴν ἐφανέρωσεν ὁ στρατιώτης, ποῦ εἶδε τὰ φορτωμένα μουλάρια, οἱ ἐχθροὶ τοῦ παππᾶ Συνέσιου τὸν ἐκατάγγειλαν, αὐτὸς ὅμως, χωρὶς νὰ περιμένῃ, ἐσηκώθη μιὰ νύχτα, ἐπῆρε τὰ ῥοῦχα του πλυμένα κι’ ἄπλυτα καὶ μαζῆ μὲ τὴ μάννα του, ἔφυγε καὶ ἀπὸ τὴ Μονὴ καὶ ἀπὸ τὸν τόπο.