Σελίδα:Διηγήματα (Αξιώτης).pdf/42

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
— 36 —

ἔστησε τ’ αὐτί του κ’ ἐδιάκρινε τώρα ποδοβολητὰ νὰ πλησιάζανε ὁλοένα· καὶ σὰν νὰ ἤταν κάμποσα. Ἀνησύχησε φοβερὰ ἔτρεξε στὸ σπίτι, ἐβρόντησε κ’ εὐθὺς ἡ πόρτα ἀνοίχτηκε, ἐμπῆκε μέσα καὶ τὴν ἐκλείδωσε.

Ἂς δοῦμε ὡς τόσο τί ἐγινότανε μέσα.

Τὸ σπίτι ἤταν χωρισμένο σὲ δύο μεγάλες κάμαρες, μὲ νωποασβεστωμένο τὸ χωματένιο τους πάτωμα. Εἰς τὴν κάμαρα τοῦ βάθους, σὲ καθήκλες παλαιές, ψηλές, ἀπὸ μαῦρο σκαλιστὸ ξύλο, ἀγορασμένες ἀπὸ κανένα ξεπεσμένο ἀρχοντόσπιτο, κάθουνται ἡ κόρη τοῦ Μαρούπα μὲ τὰ νυφικά της, πράσινο μεταξωτὸ φουστάνι, βραχιόλια παλαιὰ μαλαματένια, σκουλαρίκια κουκουναριὲς ἀπὸ μαργαριτάρι καὶ στὰ χέρια δύο τρία δαχτυλίδια μονόπετρα· ἡ μάννα της, γρῃὰ μικροκάμωτη καὶ στεγνή, μὲ μάλλινο καινούριο φουστάνι, μὲ μαντῆλι κλαδωτὸ στὸ λαιμὸ καὶ ὅμοιο μαῦρο μεταξωτὸ στὸ κεφάλι. Ὁ Γιάννης ὁ Σερέτης φρεσκοξυρισμένος, χτενισμένος, μὲ τὴ φορεσιά του τὴν καινούρια, ποῦ τὴν ἔβανε μόνο στὴς ἐπίσημες ἡμέρες, μὲ μαῦρο μεταξωτὸ μαντῆλι στὸ λαιμό, ναυτικὰ δεμένο καὶ μὲ τὸ καλό του φέσι μὲ τὸ ἀνοιχτόχρωμο, μπιμπιλωμένο μαντῆλι περίγυρα καὶ ἡ γνωστή μας χήρα, ἡ παχουλὴ καὶ ἀφράτη, ἡ συδέκνισσα τοῦ παππᾶ Συνέσιου μὲ τὴν πιό καλή της φορεσιά.

Στὴν νοτεινὴ γωνιὰ τῆς κάμαρας εἶνε τὸ νυφικό, ἁπλὸ ξύλινο κρεββάτι, νωποστρωμένο, κάτασπρο, καθαρώτατο, μὲ πολύχρωμο μεταξωτὸ γαλάζιο πάπλωμα, δύο μεγάλα μαξιλάρια χιονάτα μὲ πλατιὲς δαντέλες στὴς ἄκρες, καὶ μὲ κουρτίνες καὶ τουρναλέτο, ἁπλὰ ὅλα μὰ κάτασπρα. Τὸ ἔστρωσε, λίγο προτήτερα, ὁ Σερέτης καὶ τώρα κάθεται ἀντίκρυ του καὶ τὸ καμαρώνει.

Εἰς τὴ μέση τῆς κάμαρας, ἀπάνω σὲ τραπέζι, στρωμένο μὲ ἄσπρο τραπεζομάντηλο, εἶνε τὰ στέφανα, καμωμέν’ ἀπὸ