Σελίδα:Διηγήματα (Αξιώτης).pdf/41

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
— 35 —

ἀγρίευε. Εἶχε μυριστῇ τὰ πράγματα κ’ ἔδειχνε μεγαλόφωνα τὴ δυσαρέσκειά του καὶ τὸ θυμό του. Οἱ συντρόφοι του μὲ κολακίες καὶ γλυκόλογα ζητούσανε νὰ τὸν κρατοῦν ἥσυχο.

— Τὰ σκοτεινὰ πράμματα δὲ μ’ ἀρέσουν ἐμένα· ἂν εἶνε γάμος θέλω κ’ ἐγὼ νὰ ξέρω· ἐφώναζε δυνατά.

Καὶ ἐζήτηξε νὰ σηκωθῇ, μὰ δυὸ συντρόφοι, ὁ ἕνας δεξιᾷ κι’ ὁ ἄλλος ζερβά, τὸν βαστάξανε.

— Μὴν κάνῃς σὰν παιδί, καϋμένε Στέφανε· ἤντα σὲ κόφτει; ἂς κάμουν ὅ,τι θένε μέσα· βάλε νὰ πιοῦμε.

Καὶ τοῦ ἐγέμισε τὸ ποτῆρι του.

— Ὄχι, ἐφώναξε μὲ μανία ὁ Στέφανος. Τὰ σκοτεινὰ δὲ μ’ ἀρέσουνε· τὸ σπίτι πρέπει ν’ ἀνοίξῃ.

Καὶ μὲ ὅλη του τὴ δύναμι πέφτει ἀπάνω στὸν ἕνα σύντροφο, τὸν ῥίχτει κάτω, ἀναποδογυρίζει τὸ σοφρὰ μὲ τὰ φαγιὰ καὶ τὰ κρασιὰ καὶ κινᾶ, τρικλίζοντας, κατὰ τὸ μέρος ποῦ ἤταν οἱ γυναῖκες. Ὁ γέρω Μαρούπας τρέχει τότε καὶ τὸν ἁρπάζει ἀπὸ τὴ μέση καὶ μὲ πολλὰ παρακάλια καὶ μάτια μου καὶ φῶς μου, τὸν ἡσυχάζει λίγο.

— Καλά, γέρω Μαρούπα, γιὰ τὸ χατῆρι σου, μὰ σὰ γίνεται γάμος, θέλω ν’ ἀκούσω τραοῦδι.

Ὁ Μαρούπας εἶπε στὴς γυναῖκες νὰ τραγουδήσουνε, ἐκάθισε κοντά τους τὸν ἀνήσυχο Στέφανο καὶ σὲ λίγο, στὴ σιωπὴ τῆς νυχτιᾶς ἀντήχησε ἕνα ὀξὺ καὶ μακρότατο μονόφωνο.

«Ἕνα τραοῦδι θενὰ πῶ ἀπάνω στὸ λεμόνι.
«Νὰ ζήσ ’ ἠ νύφη κι’ ὁ γαμπρὸς κ’ ἡ συντροφιά μας ὅλη.
«Ἕνα τραοῦδι θενὰ πῶ ἀπάνω στὸ κέρασι.
«Νὰ ζήσ’ ἡ νύφη κι’ ὁ γαμπρὸς καὶ νὰ καλογεράσῃ.

Ὁ Στέφανος, μεθυσμένος, ξαπλώθηκε κατὰ γῆς καὶ ἀπολάμβανε.

Ἄξαφνα ὁ γέρω Μαρούπας ἀνησύχυσε· τοῦ ἐφάνηκε ν’ ἄκουσε κάτι σὰν πάτημα· ἔτρεξε στὴν ἄκρη τοῦ χωραφιοῦ,