Σελίδα:Διηγήματα (Αξιώτης).pdf/40

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
— 34 —

Ὁ νοικοκύρης, ἀσπρομάλης μὰ γερὸς ἀκόμα, μὲ τὴ γιορτερή του φορεσιά, σαλβάρια, μάλλινη καινούρια ζώνη, ἄσπρες κάλτζες, παπούτζια πρωτόβαλτα καὶ κόκκινο σκοῦφο, ἐπαράστεκε στὸ δεῖπνο γιὰ νὰ εὐχαριστήσῃ τὸν κόσμο του. Ἐφαινότανε γελαστὸς καὶ χαρούμενος, ἂν ὅμως κανένας ἐπρόσεχε θὰ ἐδιάκρινε κάποια ἀνησυχία στὰ κινήματα καὶ περισσότερο στὰ μάτια του τὰ κατάμαυρα ποῦ, κάτω ἀπὸ τὰ πυκνά του φρύδια, ἐβυθιζόντανε, πότε πότε, στὴ σκοτεινιὰ μέσα, σὰν νά τηνε διαπεράσουν.

Οἱ χωρικοὶ ἐπέσανε στὰ φαγιὰ μὲ λύσσα, χωρὶς ὅμως ν’ ἀφήκουν καὶ τὴν κουβέντα. Μερικοὶ μιλοῦσαν γιὰ τῆς δουλιές τους μεγαλόφωνα, ἄλλοι σιγὰ σιγὰ ἐλέγανε τί ἑτοιμαζότανε στὸ σπίτι μέσα.

Καὶ ἀληθινὰ κάτι τι πολὺ τολμηρὸ ἑτοιμαζότανε στὸ σπίτι. Αὐτό, ἀνοιχτὸ στὴν ἀρχή, ἔπειτα ἐκλείσθηκε καὶ σὰν νὰ μὴν ἔδινε σημεῖο πῶς ἤταν μέσα του ζωή. Κλειστὰ τὰ πορτοπαράθυρα, καὶ μόνο ἀπὸ τὴς χαραμάδες ἐφαινότανε φῶς. Ὁ γέρω Μαρούπας, ζωηρὸς ἐπήγαινε ἀπὸ τὴν μιὰν ἄκρη τῆς συντροφιᾶς στὴν ἄλλη κ’ ἔκανε ταραχὴ γιὰ δέκα· ἐμιλοῦσ’ ἐγελοῦσ’ ἐφώναζε, θαρρεῖς τὸ ἔκαν’ ἐπίτηδες· καὶ ἡ συντροφιὰ ὅμως δὲν ἐπήγαινε παρακάτω καὶ ἤταν ἕνα πανδαιμόνιο ἀπὸ φωνές, γέλοια, τραγούδια καὶ σφυριματιές. Ἔκανε ταραχὴ ὁ γέρω νοικοκύρης, μὰ εἶχε καὶ τὸ νοῦ του· πότε πότε ἔστηνε τὸ γυμνασμένο αὐτί του ν’ ἀκούσῃ κανένα μακρυνὸ κρότο ἢ ἐβύθιζε τὸ βλέμμα του στὸ σκότος μέσα γιὰ νὰ διακρίνῃ. Καὶ γιὰ κάμποση ὥρα ἦταν ἥσυχος. Ἡσυχία μεγάλη ἐκρατοῦσε στὸν κάμπο, ὅσο μποροῦσε ν’ ἀκούσῃ τ’ αὐτί. Οἱ χωριανοὶ ὅλοι εἶχαν τὸ νοῦ τους στὸ φαγοπότι καὶ στὸ ζεῦκι τους καὶ θαρρεῖς δὲν τοὺς ἔμελε γιὰ τίποτ’ ἄλλο· σὰν νὰ μὴν ἤξεραν τί ἑτοιμαζότανε στὸ σπίτι. Ἕνας μονάχα, παλληκάρι εἴκοσι χρονῶ δὲν ἤθελε νὰ ἡσυχάσῃ καὶ ὅσο ἔπινε τόσο περισσότερο