Σελίδα:Διηγήματα (Αξιώτης).pdf/31

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
— 25 —

νοῦσαν ἡ μέρες, ἐμεγάλωνε ἡ ἀγάπη… Μὰ πῶς νὰ κάμῃ; Νὰ μιλήσῃ τοῦ μαστόρου του ὁ ἴδιος, ἢ νὰ βάλῃ κανέναν ἄλλονε; Εἶχε αὐτὰ στὸ νοῦ του, ὅταν τ’ ἀφεντικό του τὸν ἔστειλε ν’ ἀγοράσῃ πετζιὰ καὶ ἄλλα χρήσιμα τοῦ μαγαζιοῦ. Ἔμεινε ὁ Ἀντώνης στὴν ξενιτειὰ ἕνα μῆνα καὶ σὰν ἐγύρισε, εὐρῆκε τὸ λατρευτή του πανδρεμμένη… Εἶχε στεφανωθῇ, μιὰ βδομάδα πρίν, ἕνα θαλασσινό. Δὲν εἶπε τίποτα ὁ φτωχὸς σὲ κανένα. Σὲ μιὰ βραδειὰ ἔχυσε ὅλα του τὰ δάκρυα… Ἐκείνη δὲ θέλησε νὰ τὴν δῆ, μόνο ἔγεινε πολὺ μελαγχολικὸς καὶ ἀκοινώνητος… Ἄξαφνα μιὰ πρωϊνὴ ἀποχαιρέτισε τὸ μάστορή του κ’ ἐπῆγε στὸ μοναστῆρι. Τὴν ἁπλῆ αὐτὴ ἱστορία λίγοι τὴν ἤξευραν.

Ὁ ἀδελφὸς Ἄνθιμος ἐσχετίσθηκε εὐθὺς μὲ τὸν παππᾶ Συνέσιο. Εἶχαν μακρυνὴ συγγένεια καὶ ἐπειδὴ ὁ ἁπλός, ὁ ἀπονήρεφτος Ἄνθιμος δὲν τὸν ἐγνώριζε, ἐφιλιώθηκε μαζί του. Αὐτὸ στὴν ἀρχή, ὅπου ὁ παππᾶ Συνέσιος φοροῦσε προσωπίδα καὶ δὲν ἐφαινότανε ποιὸς εἷνε στ’ ἀλήθεια, ὁποῦ ἐμποροῦσε νὰ γελάσῃ ἑκατὸ σὰν τὸν Ἄνθιμο, τὸν ἁπλὸ καὶ ἀπονήρεφτο. Σὲ λίγο καιρό, κάποιος κάτι εἶδε καὶ κάτι εἶπε σιγὰ σιγά, σκεπαστὰ ἀκόμα, ὅπου ὁ Ἄνθιμος εἴδησι δὲν εἶχε. Ἤταν καὶ ἄνθρωπος ποῦ ἤθελε νὰ ἰδῇ μόνος του, νὰ ψηλαφήσῃ. Ἀπάνω σ’ αὐτὸ ἤταν ἄπιστος Θωμᾶς· εὔκολα δὲν πίστευε. Ἅμα ὅμως ἐψηλαφοῦσε καὶ ἐγνώριζε καὶ ἐννοοῦσε ὁ ἴδιος, ἐτελείωσε· ἐσχημάτιζε τὴν ἰδέα του, ἡ ὁποίο ἀποκρυσταλλώνετο, ἔμενε ἀσάλευτη μέσα του γιὰ πάντα. Ὁ πονηρόπαπας εἶχε καταλάβῃ τὸν χαραχτῆρα τοῦ καλογέρου καὶ τὸν παρατηροῦσε καὶ τὸν ἐπρόσεχε πολὺ στὴν ἀρχή, ἔπειτα κάπως ἄρχησε ν’ ἀνοίγεται ἀπὸ λιγάκι κοντά του, γιὰ νὰ ἰδῇ πῶς θὰ τοῦ ἐφαινότανε ὁ τρόπος του. Ὁ Ἄνθιμος ὅμως δὲν ἔπαιρνε εἴδησι ἀπὸ βελόνας κεντήματα· ἤθελε χτύπημα δυνατὸ γιὰ νὰ ξυπνήσῃ. Καὶ τὸ χτύπημα δὲν ἄργησε νὰ τοῦ δοθῇ.

(Ἴδε συνέχειαν εἰς σελίδα 138).