Σελίδα:Διηγήματα (Αξιώτης).pdf/30

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
— 24 —

ὑπόφερε σὰν τοὺς ἄλλους καὶ καλλίτερα νὰ λείπῃ, παρὰ νὰ κάθεται νὰ βλέπῃ ἀδιάφορος τὰ ντροπιασμένα του καμώματα. Ψωμὶ μαῦρο καὶ ὄσπρια νερόβραστα βρίσκει καὶ ἀλλοῦ καὶ τὸν Ἄνθιμο παντοῦ τὸν παρακαλοῦνε, γιατὶ ξέρει καὶ τέχνη, εἷνε παπουτζῆς, δέν εἶνε κηφήνας νὰ κάθεται ἀργός· εἶναι ἄνθρωπος χρήσιμος. Δὲν τοῦ χρειάζουνται καὶ πολλὰ νὰ ζήσῃ καὶ ἡ ὑπόσχεσες τοῦ ’γουμένου δέν τονε δελεάζουν, ὁ θεομπαίχτης αὐτὸς ἃς τρώγῃ κι’ ἃς παχαίνῃ μονάχος του. Βέβαια, ὁ Θεὸς δὲ θέλει νὰ μισοῦμε ὁ ἕνας τὸν ἄλλο, μὰ πάλι πῶς νὰ κάθεται νὰ βλέπῃ τὰ καμώματα τοῦ ἄθεου; δὲν θὰ ἤταν σὰν νὰ ἐσυμφωνοῦσε μαζῆ του;

Ὁ Ἄνθιμος εἶχε γείνῃ καλόγερος γιὰ νὰ ἡσυχάσῃ, γιὰ ν’ ἀποφύγῃ κάθε πειρασμὸ τοῦ κόσμου καὶ τώρα νὰ βλέπῃ ἀσχημίες στὸ Κοινόβιο μέσα καὶ ἀπὸ ποιόν; ἀπὸ τὸν πρῶτο, ἀπὸ τὴν κεφαλή! Δὲ θὰ τὸ ὑποφέρῃ αὐτὸ ἄνθρωπος ποῦ ἐπέταξε τ’ ἀγαθὰ τοῦ κόσμου, γιὰ τὴ θεϊκὴ γαλήνη, τὴν ἡσυχία τοῦ ἀκύμαντου λιμανιοῦ.

Καὶ ἀλήθεια εἶχε τὴ μικρή του ἱστορία ὁ Ἄνθιμος. Στὸν κόσμον τὸν ἔλεγαν Ἀντώνη. Ἦταν ἀπὸ μικρὸς πεντάρφανος, καλὸ ὅμως παιδὶ καὶ φιλόπονο, ἐπῆγε κοντὰ σ’ ἕνα παπουτζῆ καὶ τόσο καλὰ ἐφέρθηκε, ὁποῦ σὲ λίγα χρόνια ἔγεινε λαμπρὸς μάστορης. Τ’ ἀφεντικὸ του τὸν ἀγάπησε πολὺ καὶ γιὰ τὴ δουλειὰ καὶ γιὰ τὸ χαραχτῆρα του τὸν τίμιο. Ἤταν πολὺ συμπαθητικὸ παλληκάρι, τόσο, ποῦ καὶ ἡ μοναχοκόρη τοῦ μάστορη, μιὰ πολὺ ὄμορφη κοπέλλα τὸν ἐσυμπάθησε πολὺ, τοὐλάχιστο ἔδιχνε πῶς τὸν συμπαθοῦσε. Αὐτὸ πολὺ ἐσυγκίνησε τὸν Ἀντώνη καὶ καθὼς ἤταν εὐαίσθητος, μιὰ μέρα ποῦ τὴν ηὗρε μονάχη, τῆς εἶπε πῶς τὴν ἀγαπᾶ τόσο, ποῦ δὲ ξέρει, ἂν γίνεται ἀγάπη μεγαλείτερη. Ἡ κοπέλλα τοῦ ἀποκρίθηκε μὲ τὸ ἴδιο αἴσθημα καὶ ὁ καϋμένος ὁ Ἀντώνης εὑρέθηκε μιὰ στιγμὴ στοὺς οὐρανούς. Καὶ ὅσο ἐπερ-