Σελίδα:Διηγήματα (Αξιώτης).pdf/29

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
— 23 —

λαξε. Σκάνδαλα δὲν ἄκουες νὰ γίνουνται. Μόνο κάτι ἀστεῖα ἔκανε ποῦ ἔκαναν τοὺς περισσότερους νὰ γελοῦν. Μὰ σοῦ ἔκανε κάτι χώρατα ὁ ἀθεόφοβος! Καὶ ἀπ’ ὅλους περισσότερο ἐπείραζε τὸν παππᾶ Κύριλλο· τὸν εὕρισκε, πολὺ ἥμερο, πολὺ παλαβὸ καὶ τοῦ ἔκανε ὅ,τ’ ἤθελε καταιβῆ εἰς τὴν πρόστυχη φαντασία του. Ἀφοῦ μιὰ φορὰ στὴν ἐκκλησιά, στὴν πιὸ ἱερὴ στιγμὴ ποῦ βγαίνουν τὰ ἅγια, εἶχε σκαλώσῃ, μὲ μιὰ καρφίτζα, τὸ φελόνι του ἀπὸ πίσω καὶ ὁ καϋμένος ὁ παππᾶ Κύριλλος, ἀνίδεος, εὐγῆκε στὴ μέση τοῦ ναοῦ μὲ τὸ φελόνι ἀνασηκωμένο καὶ ὁ παππᾶ Συνέσιος ἐστεκότανε στὴ Θύρα καὶ τὸν ἐκαμάρωνε, γνέφοντας δεξιᾷ καὶ ἀριστερὰ γιὰ νὰ τὸν δοῦνε! Ἢ ἄξαφνα, στὸ δρόμο, ἐκεῖ ποῦ μιλοῦσε μὲ εὐγένεια μπροστά σου, μὲ κανένα ξένο, ὅταν ὁ ξένος αὐτὸς ἐγύριζε νὰ φύγῃ, τὸν ἐμούντζωνε καὶ μὲ τὰ δυό του χέρια! Αὐτὴ τὴ φορὰ ὅμως ἤταν πιὸ φρόνιμος καὶ οἱ καλογέροι δὲν ἐγογγύζανε φανερά. Μόνο ἕνας καλόγερος, ὁ ἀδελφὸς Ἄνθιμος δὲν ὑπόφερε ὄχι νά τονε βλέπῃ, οὔτε νὰ τὸν ἀκούῃ πλιό.

Ἑξηντάρης, μικρόσωμος, λιγνός, λίγο σκυφτός, μὲ τὰ μάτια πάντα πονεμένα ὁ ἀδελφὸς Ἄνθιμος ἤτανε τύπος τίμιου, ἴσιου ἀνθρώπου. Τὸ μῖσος καὶ τὴν περιφρόνησί του στὸν παππᾶ Συνέσιο τὴν ἔδειχνε φανερά, γιατὶ μόλις ἄκουε πῶς ἔρχεται, ἐσύναζε τὰ ροῦχα του κ’ ἔφευγε γρήγορα γρήγορα γι’ ἄλλο Μοναστῆρι, σὲ ξένο τόπο· δὲν ἤθελε νὰ τὸν ἀντικρύσῃ· πόσα δὲν εἶχε κάμῃ ὁ παππᾶ Συνέσιος νά τονε δελεάσῃ, νὰ τὸν γυρίσῃ στὸ μέρος του. Γλυκόλογα, δῶρα, ξεχωριστὲς περιποίησες δὲν ἔκαναν τίποτα. Ὁ Ἄνθιμος ἤταν ἄνθρωπος μὲ θέληση, μὲ χαρακτῆρα, καὶ σὰν εἶχε μιὰ ἰδέα σταθερή, δὲν τοῦ ἐγύριζε κανεὶς τὸ κεφάλι. Στὸ γούμενο δὲν εἶχε καμμιὰ ὑπόληψι· ἐτελείωσε. Ἤξερε αὐτὸς τί ἔκρυβε μέσα του ὁ πονηρόπαππας, ἀδιάφορο πῶς ἤταν γλυκὸς καὶ ζαχαρένιος. Τὴ διπροσωπία ὁ κολόγερος δὲν τὴν