Σελίδα:Διηγήματα (Αξιώτης).pdf/26

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
— 20 —

Καὶ ἤθελε νὰ διώξῃ ἀπὸ τὸ νούτου ὅλ’ αὐτὰ καὶ τοῦ ἤταν ἀδύνατο…

— Ἐσηκώθηκε καὶ μὲ βῆμα στερεὸ καὶ γρήγορο ἐπῆγε στῆς ἀδερφῆς του. Ἐκείνη ἔτυχε νὰ λείπῃ· ὁ ναύτης ἐξεκρέμασε ἀπὸ τὸν τοῖχο ἕνα τουφέκι τοῦ κυνηγιοῦ γιομάτο — παλαιὸ τουφέκι τοῦ σπιτιοῦ των — ἐξυπολήθηκε γρήγορα, ἐστάθη στὸ κατῶφλι τῆς πόρτας, ἐστήριξε τὸ ὅπλο κατὰ γῆς, ἐπέρασε τὸ μεγάλο δάχτυλο τοῦ δεξιοῦ ποδαριοῦ στὸ σκανδάλι, ἔβαλε τὸ στόμα τῆς κάννας στὸ στόμα του — δυὸ στόματα, τὸ ἕνα κρύο, παγωμένο, τὸ ἄλλο φωτιά — κ’ ἐπυροβόλησε…

Καὶ τώρα ὀμπρὸς στὸ ἄτυχο τὸ θῦμα τοῦ σκληρόκοσμου ἡ κακογλωσσιὰ ἔπαψε· ἄκουες μόνο λόγια, παρατήρησες ἄλλες. — Γιατὶ νὰ σκοτωθῆ; τί τὸν ἔμελλε; δὲν ἔφευγε; «Ὁ κόσμος δὲ σ’ ἀφίνει ἥσυχο σὲ καμμιὰ περίστασι, ἔλεγ’ ἕνας ποῦ ἀγαποῦσε νὰ φιλοσοφῇ· σὲ φορτώνεται χωρὶς νὰ ἐξετάζῃ πολὺ πολὺ σὲ ποιὰ ψυχικὴ κατάστασι νὰ βρέθηκε ὁ ἄνθρωπος· γιὰ μιὰ στιγμὴ μπορεῖ νὰ αἰσθάνθηκε μέσα του τὸ κενό, τὸ χάος, μπορεῖ νὰ τούλειψε ὁ νοῦς καὶ σὲ στιγμὴ λειποψυχίας, ἔδωκε τὴ βουτιά του στὴν ἀχόρταγη τῆς ἀνυπαρξίας θάλασσα. Ἀφῆστε τὸν ἥσυχο, Χριστιανοί μου!

Στὴν ἔρημη, τὴ φτωχὴ τοῦ κακότυχου ναύτη κηδεία οὔτε παππᾶς, οὔτε ψαλμῳδία καμμιά… μόνο μερικὰ δάκρυα μερικῶν πονόψυχων τὸν ἐσυνώδευσαν καὶ τὴν ὕστερη στιγμὴ ἡ ἀδερφή του — γιὰ τὴ γυναῖκα του δὲ μιλῶ — ἐρράντισε τὸ βασανισμένο κουφάρι του μὲ δάκρυα θερμά.

Ἡ ὑστερνὴ τοῦ ἡλίου ἀχτῖνα ἐφώτισε τὸ ἔρημο, τὸ καταφρονεμένο μνῆμα…