Σελίδα:Διηγήματα (Αξιώτης).pdf/25

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
— 19 —

ἐκέντησε κάτι εὐχάριστο, σὰν νὰ τοῦ ἐγαργάλισε τὴν ἀκοὴ μία γνωστή, χαρμόσυνη φωνοῦλα. Κυττάζει ἔξω καὶ βλέπει κάμποσα παιδιὰ νὰ πεζογελοῦν καὶ μαζῆ μ’ αὐτὰ τὸ παιδὶ του… τὸ δικό του παιδί, τὸ μόνο ἀγόρι ποῦ εἶχε, ξανθογάλανο παλληκαράκι ὀχτὼ ἐννιὰ χρονῶν. Τὸ πρόσωπό του ἐφωτίσθηκε, τὰ σβυσμένα του μάτια σὰν νὰ ἐπῆραν νέα ζωή… Ἐξέχασε γιὰ μιὰ στιγμὴ τὸ μυστικό του, τὸ ἀτελείωτο μαρτύριο καὶ μὲ φωνὴ γιομάτη ταραχὴ ἀνέκφραστη, μὲ μιὰ τρεμοῦλα ἀνεξήγητη ἐφώναξε τὸ παιδὶ νὰ μπῇ μέσα… Ἐκεῖνο, χωρὶς καθόλου νὰ ταραχτῇ, τὸν κύτταξε μιὰ στιγμὴ ἀδιάφορο, ψυχρό, σὰν νὰ τὸν ἔβλεπε πρώτη φορὰ, ἔπειτα ἐσήκωσε τὰ δυό του χέρια μὲ ἀνοιχτὲς τῆς παλάμες, τὸν ἐμούντζωσε καὶ τὸ βάλ’ εὐθὺς στὰ πόδια… Ὁ ναύτης ἀποσβολώθηκε, τὰ ἔχασε σὰν νὰ ἔλαβε δυνατὸ χτύπημα κατακέφαλα, ἐσυμμαζεύθη, ἐζάρωσε καὶ δὲν τολμοῦσε νὰ σηκώσῃ τὸ κεφάλι του· λὲς ἐφοβότανε νὰ κυττάξῃ γύρω του. Ἄξαφνα, μέσα στὴ φριχτὴ κατάστασι τοῦ ταραγμένου μυαλοῦ του μία ἰδέα μαύρη τοῦ ἐπέρασε, μία ἰδέα σκοτεινή, ἡ ὁποῖα ὅμως — πρᾶμμα παράξενο — τοῦ ἔφερε ἀταραξία…

Καὶ τοῦ ἤρθανε κάτι συλλογισμοὶ ποῦ δὲ μποροῦσε νὰ τοὺς διώξῃ· — χωρὶς νὰ κάμω κακό, χωρὶς νὰ θέλω νὰ βλάψω, νὰ πειράξω κανεί, μὲ κυνηγοῦνε σὰν σκυλὶ ψωριάρικο, εἶπε μὲ πικρία. Οὕλη μου τὴ ζωὴ ἐπέρασα τίμια, χωρὶς ν’ ἀδικήσω καὶ νὰ ποῦ ἐκατάντησα. Ἀπὸ τί; Ἀπὸ κάτι κακὸ ποὺ τόφερε ἡ Τύχη. Δὲ νοίωθω τί εἶν’ αὐτά, μὰ εἶνε πολὺ παράξενα. Οὕλη μοῦ τὴ ζωὴ τίμιος καὶ γιὰ μιὰ στιγμὴ πᾶν ὅλα. Μὲ βλέπουνε πῶς χάνομαι, βυθίζομαι καὶ κανένα χέρι δὲν ἁπλώνει νὰ μὲ πιάσῃ. Προχτὲς ἀκόμα τὸν Πρίσκα τὸν εἴχανε κυκλωμένο πέντ’ ἕξη καὶ χάσκανε στὰ λόγια του καὶ οὕλοι ὅμως ξέρουνε πῶς ἐσύναξε τὰ πλούτη του. Ὁ κόσμος θέλει χρυσάφι γιὰ προσκύνημα. Ἀξίζει νὰ ζῇ κανείς;