Σελίδα:Διηγήματα (Αξιώτης).pdf/24

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
— 18 —

μεγαλοπρεπῆ ἀφθονία. Ἐγελοῦσαν ὅλα· καὶ τὰ βουνὰ καὶ οἱ κάμποι καὶ τὰ περήφανα δέντρα καὶ ἡ ταπεινὴ χλόη και ἡ λίμνη ἡ ἀκίνητη καὶ τὸ νερὸ τὸ τρεχάμενο, ὅλα ἡλιόλουστα, περίλαμπρα, γεμᾶτα ζωή. Πουλάκια, μικρά, τόσο μικρά, ποῦ νὰ τὰ κλείσῃ ἕνας στὴν παλάμη του, ἔχυναν τὴ χαρμόσυνη, μελῳδικὴ φωνοῦλα του, τρέχοντας ἐναέρια ἀπὸ δέντρο σὲ δέντρο καὶ ἀπὸ θάμνο, σὲ πέτρα, μὲ τὸ κυματιστό, χαριτωμένο πέταμά τους· ἀρνάκια σγουρόμαλλα, σωριασμένα στὸν ἀπότοιχο χωραφιοῦ, ἀναμασσοῦσαν τὴν τροφή τους ἀμέριμνα. Ὅλες αὐτὲς ἡ ἐμορφιές, ὅλ’ αὐτὰ τ’ ἀγαθὰ σὰν νὰ σὲ προσκαλοῦσαν νὰ ζῇς, σὰν νὰ σού λέγαν νὰ λησμονῇς κάθε βάσανο καὶ κάθε λύπη. Ἀλλὰ ὁ ναύτης μὲ τὴ μαυρίλα τῆς συμφορᾶς, μὲ τὸ βαθὺ σκοτάδι στὴν καρδιά του τὴν πληγωμένη, ἤταν ἀναίσθητος στὴν γοητευτικὴν εἰκόνα καὶ ἂν ἐτύχαινε νὰ ἔρθη στὸ σκοτισμένο του μυαλὸ καμμιὰ ἰδέα, ἤταν καὶ αὐτὴ ἀπελπιστική. Ἐστοχαζότανε, τί καλὰ νὰ ἤταν ἕνα ἀπὸ ἐκεῖνα τὰ βοσκήματα, ἕνα ἀπὸ ἐκεῖνα τὰ βουνά, νὰ μὴν αἰσθάνεται… καὶ πρώτη φορὰ τοῦ ἦρθεν ἡ ἰδέα τῆς ἀνυπαρξίας…

Ἐπῆρε δρόμο πολὺ ἑωσοῦ ἀπόστασε. Ποῦ νὰ πάγῃ! χωρὶς νὰ τὸ καταλάβῃ, ἐγύρισε πρὸς τὴ χώρα, ὅπου ἔφτασε πρὶ βασιλέψῃ ὁ ἥλιος.

Ἐμπῆκε σ’ ἕνα καφενεδάκι ἀπόκεντρο, ποῦ τὸ κρατοῦσ’ ἕνας γέρος, παλαιὸς γνώριμος, ναύτης κι αὐτός, ἀπόμαχος, κυρτωμένος πλιὸ ἀπὸ τοῦ χρόνου τὸ βαρύ, τὸ πιεστικὸ χέρι καὶ ἀπὸ τὴν κακομοιριὰ μιᾶς ἄχαρης ζωῆς. Ἐκάπνιζε ὁ γέρος ἄφωνος ἕνα κοντὸ τσιμποῦκι, ζαρωμένος σὲ μιὰ γωνιά. Ὁ ναύτης ἐκάθησε κοντὰ στὸ παράθυρο τοῦ δρόμου κ’ ἔρριξε τὸ κεφάλι κάτω. Ὁ καφετζῆς τοῦ εἶπε «καλῶς τον» κ’ ἐξακολούθησε τὸ κάπνισμα. Πέρασε λίγη ὥρα σὲ βαθειὰ σιωπή, ὅταν ἔξαφνα ἀκούστηκαν φωνὲς καὶ γέλοια στὸ δρόμο. Ὁ ναύτης ἐσήκωσε ζωηρὰ τὸ κεφάλι, σὰν νὰ τὸν