Σελίδα:Διηγήματα (Αξιώτης).pdf/19

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
— 13 —

στὰ σκουριασμένα μάσκουλά της καὶ ἀνοίχτηκε διάπλατη. Καὶ ἔσκυψε κάμποσο γιὰ νὰ μπῇ μέσα ἕνας χωρικός, σαραντάρης ἄνδρας, ψηλός, πλατύστηθος, στιβαρός, ὁ γνωστὸς Μανάρας, λαθρέμπορος, φημισμένος γιὰ τὴν ἀφοβία καὶ γιὰ τὴν τέχνη του νὰ γελᾶ τὴν ἐξουσία. Εἶχε μαζῆ του ἕναν βοηθὸ καὶ τὸ παιδί του, τὸ Βαγγελάκι.

— Πολὺ ἀργήσατε, εἶπεν ὁ ’γούμενος.

— Δὲ λὲς πῶς ἤρθαμε! εἶπεν ὁ χωρικός.

— Πῶς μαθές; ἀρώτησεν ὁ γούμενος.

— Ἕνας στρατιώτης εἶχεν ὑποψίες· θαρρεῖς πῶς δὲν εἷνε καὶ καταδότες; ὡς ποῦ νά τονε πλανέσω, ἐγὼ ξέρω τί τράβηξα!

— Οἱ μασκαράδες! εἶπεν ὁ ’γούμενος. Γρήγορα τώρα να ξεφορτώσουμε.

Πέντ’ ἕξη μουλάρια φορτωμένα ζάχαρες καὶ πετρέλαιο ἐστέκουνταν ὄξω. Οἱ χωρικοὶ ἄρχησαν τὸ ξεφόρτωμα καὶ μὲ τὴ βοήθεια τοῦ γουμένου σὲ μισὴ ὥρα ἔβαλαν τὴν πραμμάτεια στὸ μαγαζὶ τῆς Μονῆς, ποῦ ἤταν ἕτοιμο ἀπὸ νωρὶς καί, ἀφοῦ ὁ Μανάρας εἶπεν ὅ,τι εἶχε νὰ πῇ τοῦ γουμένου, ἐκάθησαν στὰ ζῶα κ’ ἔφυγαν. Ὁ ’γούμενος ἔκλεισε τὴν πόρτα τὴν ἐσφάλισε μὲ τὸν ξύλινο μοχλό, ἐπειτ’ ἀνέβηκε στὸ ’γουμενηιό, ἄναψ’ ἕνα φαναράκι κ’ ἐπῆγε ἴσια στὸ μαγαζὶ καὶ τὸ ἐκλείδωσε· ἔπειτ’ ἀνέβηκε νὰ ἡσυχάσῃ. Ἤταν εὐχαριστημένος, ὕπνος ὅμως δὲν τοῦ πήγαινε καὶ χωρὶς νὰ θέλῃ ἔπεσε εἰς συλλογισμούς, ἀπὸ τοὺς ὁποίους τὸν εὐγαλε, μετὰ κάμποση ὥρα, τὸ καμπανάκι ποῦ ἐκαλοῦσε τοὺς καλόγερους στὴν ἐκκλησιὰ νὰ διαβάσουν καὶ νὰ προσευχηθοῦνε. Ὁ παππᾶ Συνέσιος ἐπλησίασε στὸ παράθυρο. Τὰ ἄστρα ἐφεγγοβολοῦσαν ἀκόμα καὶ ὁ ’γουμενος εἶδε τὰ γεροντάκια σὰν σκιές, νὰ πηγαίνουν στὸ ναὸ μέσα.

— Ζῶα τετράποδα, εἶπε μεγαλόφωνα· ἀνίκανα καὶ ψωμὶ νὰ φᾶνε· μόνο προσευχὲς ξέρουνε. Ἀμὲ οἱ παππάδες ἐκεῖνοι