Σελίδα:Διηγήματα (Αξιώτης).pdf/18

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
— 12 —

— Τί μελετᾶς πάλι, ἀλιτήριε; ἀρώτησεν ἐκείνη, χωρὶς ἀποκριθῇ.

— Δὲν εἶνε δουλῖά σου· μὴ μὲ κολάζῃς.

— Χαμένο κορμί! εἶπεν ἐκείνη· θὰ σὲ διώξουνε πάλι σὰν κατάδικο!

— Ἄμε νὰ κοιμηθῇς, γρῃὰ στρίγγλα!

— Ἀδιόρθωτε, χοῖρο! θὰ φᾷς τὸ κεφάλι σου.

— Φύγε, σοῦ λέω κ’ ἐγὼ ξέρω τί κάνω.

— Νὰ ξεραθῇς, ἀνόητε!

— Κακοῦργα!

— Χοῖρο!

Ὁ παππᾶ Συνέσιος ἐσηκώθηκε ἀνυπόμονος καὶ ἡ μάννα του ἐτραβήχθηκε.

Ἐπεριπάτησε ταραγμένος στὴν κάμαρα γιὰ κάμποση ὥρα, ἔπειτα κοντὰ τὰ μεσάνυχτα, ἐτυλίχτηκε σ’ ἕνα χονδρὸ σάλι, ἄνοιξε τὴν πόρτα τοῦ ἡγουμενιοῦ καὶ κατέβηκε κάτω. Ἐκύτταξε γύρω του — σιωπὴ μεγάλη καὶ μόνο ὁ ἄνεμος ἐφυσοῦσε μὲ μανία καὶ τὸ παλαιὸ σκοινὶ τοῦ μικροῦ καμπαναριοῦ τῆς ἐκκλησιᾶς ἐσφύριζε λυπητερά· φῶς πουθενὰ κανένα καὶ μόνο μυριάδες ἄστρα, διαμαντόπετρες ὑπέρλαμπρες, ἐτρεμόσβυναν στὸ στερέωμα. Ὁ ’γούμενος, ἀφοῦ πῇρε γύρω τὴν αὐλὴ κ’ ἐξέτασε ὅλα τὰ κελλιὰ ἀπάνω καὶ κάτω, γιὰ νὰ ἰδῇ μὴν ἀγρυπνοῦσε κανένας, πῆγε κ’ ἐκάθησε στὴν πεζοῦλα τῆς καμάρας, κοντὰ στὴν ὀξώπορτα. Ἐκεῖ ἐπερίμεινε, τυλιγμένος σφιχτὰ στὸ σάλι του, γιατὶ ὁ ἀγέρας ἤτανε ψυχρός. Ἐπερίμεν’ ἐπερίμενε καὶ κάτι ἐμουρμούριζε πότε πότε ἀπὸ ἀνυπομονησία. Τέλος θὰ ἤταν μιά μιση μετὰ τὰ μεσάνυχτα, ὁποῦ ἀκούστηκαν ἀπ’ ὄξω ποδοβολητὰ καὶ ἀπορθουνίσματα ζώων. Ὁ παππᾶ Συνέσιος ἐσηκόθηκε κ’ ἐπλησίασε τὴν πόρτα. Σὲ λιγάκι ἐχτύπησαν ἐλαφρὰ καὶ ὁ ’γούμενος εὔγαλε τὸν ξύλινο μοχλὸ τῆς σιδερόφρακτης πόρτας, ἡ ὁποῖα ἔτριξε δυνατὰ