Σελίδα:Διηγήματα (Αξιώτης).pdf/135

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
— 129 —

οἱ σύζυγοι ἦσαν εὐτυχεῖς· πλήρης γαλήνη ἐβασίλευεν ἐν τῷ οἴκῳ ἐπὶ πολὺ ἀκόμη, ὅτε, αἴφνης, εἰς τὸν αἴθριον οὐρανὸν τοῦ ἐρωτευμένου ζεύγους, ἐφάνη ἕνα μικρὸ συννεφάκι· πολὺ μικρό, συννεφάκι ὅμως πάντοτε. Ὁ Ἡρακλῆς ἤρχισε δεικνύων σημεῖα στενοχωρίας, ἥτις μ’ ὅλας τὰς προσπαθείας του νὰ τὴν κρύψῃ, δὲν διέλαθε τὴν προσοχὴν τῆς Ὀμφάλης. Εἰς αὐτὰ ἡ γυναικεῖα ὄσφρησις ὑπερβαίνει καὶ τὴν ὄσφρησιν ἰχνευτοῦ κυνός· μυρίζεται τὰ πράγματα ἀπ’ ἐδῶ καὶ πέραν καὶ ἐπιμένει ἑωσοῦ τὰ ἐξιχνιάσῃ. Κάτι ἐμυρίσθη λοιπόν, κάτι ὑπώπτευσε ἡ κυρία Ὀμφάλη καὶ αὐτὸ τὸ κάτι τῇ ἐπροξένησεν ὀδυνηρὰν ἔκπληξιν. Ἐδιπλασίασε τὰς θωπείας της, χωρὶς ὅμως — φρικτὸν εἰπεῖν — νὰ φέρῃ κανὲν ἀποτέλεσμα! Τοῦ συμβίου ἡ στενοχωρία ἐπετείνετο· ἦτο πολὺ σκεπτικός, ὡσὰν νὰ ἐπροσπάθει νὰ λύσῃ κανὲν πρόβλημα πολὺ ἐνοχλητικόν. — «Τί νὰ τρέχῃ; ἠρώτα ἑαυτὴν ἡ νεαρὰ γυνή. Νὰ μ’ ἐβαρύνθη; εἶνε δυνατόν; ὦ! ἂν τοιοῦτόν τι συμβαίνῃ, ἀφεύκτως θὰ ἐπέλθῃ τὸ χάος! Εἶχεν ἐνθυμηθῇ τὴν στιγμὴν ἐκείνην τὴν γνωστὴν φράσιν τοῦ Ὀθέλλου, τὸν ὁποῖον (τὸ δρᾶμα δηλαδὴ) ὑπερηγάπα. Ἀλλὰ θὰ προσέξω — ἐπρόσθεσε — δὲν θ’ ἀφήσω τὴν εὐτυχίαν νὰ μοῦ φύγῃ ἀμαχητεί· θὰ παλαίσω.»

Μετά τινας ἡμέρας, αἴφνης, κατόπιν δυὸ τριῶν ὡρῶν ἀπουσίας τοῦ συζύγου — ἀσυνήθους ἄλλως — ὁ οὐρανὸς αἰθρίασεν. Ἐκεῖνος ἔγεινεν ὁ σύζυγος τῶν πρώτων ἡμερῶν· εὔθυμος, διαχυτικός, τρυφερός… προπάντων τρυφερός, ὡσὰν εἰκοσαετὴς νεανίας. Ἐκείνῃ, ἂν καὶ δὲν ἤξευρε ποῦ ν’ ἀποδώσῃ τὴν ὑπερτάτην αὐτὴν τῶν συζυγικῶν θωπειῶν, παρεδόθη ὅμως εἰς αὐτὴν μετ’ ἴσης ὁρμῆς, εὐαρέστως ἐκπληττομένη καὶ ἐκ πολλῶν μὲν ἄλλων, ἀλλὰ καὶ ἐξ αὐτῆς τῆς ὀσμῆς τοῦ στόματος τοῦ συζύγου, τῆς ἀλλοκότως μεθυστικῆς… Καὶ ἡ εὐτυχία ἐπανῆλθε πλήρης· ἡ πρώτη εὐτυχία τῶν πρώτων ἡμερῶν.