Σελίδα:Διηγήματα (Αξιώτης).pdf/133

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
— 127 —

τοῦ ἔλεγέ τις ὅτι κανένας δεσμὸς δὲν εἶν’ αἰώνιος καὶ ὅτι πιθανὸν καὶ ἡ πρὸς τὸ εἴδωλον αὐτὸ προσκόλλησίς του, νὰ ἐχαλαροῦτο ποτέ, θ’ ἀπαντοῦσε βεβαίως μὲ περιφρονητικὴν σιωπήν, ἢ καὶ θὰ ὕβριζεν ἴσως τὸν οὕτω φιλοσοφοῦντα. Καὶ ὅμως ὁ φιλοσοφῶν αὐτὸς δὲν θὰ εἶχεν ἄδικον. Συμβαίνει, καὶ συχνὰ μάλιστα, οἱ θνητοὶ νὰ λογαριάζωμε χωρὶς τὸν ξενοδόχον, τὰς ἀπροόπτους δηλαδή, περιστάσεις· ξενοδόχος δέ, αὐτὴν τὴν φοράν, διὰ τὸν Ἡρακλῆ μας, ἦτο ἡ μικρόσωμος Ὀμφάλη του, ἥτις καθ’ ὅλα εὗρεν ἄξιον τὸν φίλον της καὶ μόνον ἕνα πρᾶγμα ἀπῄτησε, ἔβαλε δηλαδή, ὡς ὅρον ἀπαράβατον τῆς ἑνώσεώς των. — «Νὰ κόψῃ ὁ ἐκλεκτός της τὸν καπνόν». — Θὰ ἦτο δι’ αὐτὴν τὸ πᾶν· σύζυγος τρυφερά, ἀφωσιωμένη· αἱ ἐπιθυμίαι του θὰ τῇ ἦσαν νόμος. Ὅλα, ὅλα θὰ τὰ ἔστεργε, ἐκτὸς τοῦ νὰ τὸν βλέπῃ νὰ καπνίζῃ.

Ὁ Ἡρακλῆς ἀνελογίσθη εὐθὺς τὴν θέσιν του· τί θὰ ἐδοκίμαζεν ἀποχωριζόμενος διὰ παντὸς τῆς ἀχωρίστου καπνοσύριγγος καὶ ὅλων τῶν ἡδονῶν τῶν ἐκ τοῦ καπνίσματος. Ἀνελογίσθη ἐξ ἄλλου τί θὰ ὑπέφερεν ἄν, χάριν τοῦ καπνοῦ καὶ μόνου, ἐστερεῖτο τῆς ἐκλεκτῆς τῆς καρδίας του, καρδίας ἀπροσίτου εἰς αἰσθήματα ἐρωτικὰ καὶ τὴν ὁποίαν μόνη αὐτὴ, ἀληθινὴ καρδιοκλέφτρα, εὗρε τὸν τρόπον ν’ ἀνοίξῃ καὶ νὰ ἐνθρονισθῇ μέσα ὡς ἀπόλυτος βασίλισσα. Μεταξὺ τοῦ διλήμματος αὐτοῦ εὑρεθείς, μετὰ πολλὴν σκέψιν ἀπεφάσισε. Παρέδωκεν εἰς χεῖρας τῆς λατρευτῆς του καὶ καπνοσακκούλα καὶ τσιμποῦκι καὶ ἔφερεν εἰς τὰ χείλη τὴν χεῖρα της. Ἐκείνη ἐσκίρτησεν ἀπὸ ἀγαλλίασιν διὰ τὴν νίκην, ἥτις, ἐνῷ τὴν καθίστα κυρίαν τοῦ ἐκλεκτοῦ της, ἐκολάκευεν οὖχ’ ἧττον καὶ τὴν φιλαυτίαν της.

Ἡνώθησαν λοιπὸν ὁ Ἡρακλῆς μὲ τὴν μικρὰν Ὀμφά-