Σελίδα:Διηγήματα (Αξιώτης).pdf/132

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
— 126 —

Ἄλλως καὶ τί γίνεται εἰς τὸν κόσμον χωρὶς ὅρους; Σοῦ μειδιῶ διὰ νὰ μοῦ μειδιάσῃς, σοῦ βγάζω τὸ καπέλλο, διὰ νὰ μ’ ἀντιχαιρετίσῃς, σ’ ἐπαινῶ διὰ νὰ μ’ ἐπαινέσῃς, γράφω ὑπὲρ σοῦ καὶ ἐκθειάζω τὰ φῶτά σου, διὰ νὰ γράφῃς ὑπὲρ ἐμοῦ καὶ νὰ ἐκθιάζῃς τὰ ἰδικά μου φῶτα, ἐπὶ τέλους σὲ ἀγαπῶ διὰ νὰ μ’ ἀγαπᾶς καὶ σὺ χωρὶς ἄλλο, καὶ ὄχι ἐγὼ νὰ σ’ ἀγαπῶ, ἐνῷ σὺ μ’ ἐχθρεύεσαι, ὡς θέλει τὸ θεῖον λόγιον, τὸ ὁποῖον, ἀκριβῶς διότι εἶνε θεῖον, ἀδυνατεῖ — ἀλλοίμονον! νὰ παραδεχθῇ ἡ ἀσθενὴς τοῦ ἀνθρώπου φύσις.

Ἐπέβαλε λοιπὸν καὶ ἡ μικρὰ Ὀμφάλη εἰς τὸν Ἡρακλέα της ἕνα ὅρον ἀπαράβατον ὡς δεῖγμα — καὶ δὴ τὸ ἰσχυρότερον — τοῦ πρὸς αὐτὴν ἔρωτός του.

Ὁ ἥρως μου ἠγάπα νὰ καπνίζῃ καὶ νὰ καπνίζῃ πολύ· ἡ ἕξις του δὲ αὐτὴ ἡ πολυχρόνιος τοῦ εἶχε γείνῃ δευτέρα φύσις. Αἱ εὐδαιμονέστεραι τοῦ βίου του στιγμαὶ ἦσαν ἐκεῖναι καθ’ ἅς, ἡμιεξηπλωμένος ἐπὶ μικροῦ ἀνακλίντρου, ἐντὸς τοῦ κομψοῦ σπουδαστηρίου του, ἐρρόφα τὸν καπνὸν τῆς μικρᾶς του καπνοσύριγγος, τὸν ἐτίναζεν εἰς μικρὰ δακτυλιδοειδῆ σχήματα καὶ τὸν ἔβλεπε νὰ διαστέλλεται, νὰ κυματίζῃ νὰ ὑψώνεται καὶ νὰ χαμηλώνῃ πληρῶν τὸ δωμάτιον ἑωσοῦ, ἐξερχόμενος βραδέως ἀπὸ καμμίαν τοῦ παραθύρου ῥωγμήν, ν’ ἀφανίζεται εἰς τὸ κενόν. Καὶ τότε παρεδίδετο εἰς φιλοσοφικὰς καὶ οὐχὶ πολὺ εὐθύμους σκέψεις ἐπὶ παντὸς εἴδους διαλύσεως· ἀπὸ ἐκείνης τῶν ὀνείρων καὶ τῶν ἐλπίδων τῶν μᾶλλον αἰθερίων, μέχρι τῆς διαλύσεως τῶν πολιτικῶν συναθροίσεων ἢ καὶ αὐτῆς τῆς συνταγματικῆς Βουλῆς, ἣν πολλοὶ μὲ τόσον πόθον ὀνειρεύονται. Τὸ τσιμπουκάκι του ἦτο δι’ αὐτὸν φίλος ἀπαραίτητος, παρηγορία εἰς τὰς δυσθυμίας καὶ μία ἔτι πρόσθετος ἡδονὴ εἰς τὰς εὐτυχεῖς περιστάσεις. Κ’ ἐγὼ δὲν εἰξεύρω τί θὰ ἔδιδε, διὰ νὰ μὴ στερηθῇ τοῦ φίλου αὐτοῦ, τοῦ ὁποίου ὅταν ἐφίλει τὸ ἀπὸ ἤλεκτρον στόμα ἐλησμόνει ὅλα τὰ στόματα καὶ αὐτὰ τὰ ἁβρότερα. Ἂν δὲ