Σελίδα:Διηγήματα (Αξιώτης).pdf/126

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
— 120 —

πορον ψιλικῶν, ὅστις ἐπίσης τὸν ἐσυμπαθοῦσε καὶ τοῦ ἐπρομήθευε τοὺς κολλάρους καὶ τοὺς χρωματιστοὺς λαιμοδέτας του ἐπὶ ἀορίστῳ, ἐννοεῖται πιστώσει, ἀλλὰ καὶ αὐτὸς δὲν τὸν εἶχεν ἰδῇ πρὸ πολλοῦ. Ἤμην εἰς αὐτὰς τὰς σκέψεις, ὅτε τὸν βλέπω ἕνα πρωῒ εἰς τὴν ὁδὸν Σταδίου ἐρχόμενον, ἢ μᾶλλον τρέχοντα κατ’ ἐπάνω μου. Μ’ ἐπλησίασε. — Τὸ ἀπόγευμα εἰς τοῦ Ζαχαράτου, μοῦ λέγει. Ἔχω πολλά… Καὶ ἐξηκολούθησε τὸν δρόμον του τρέχων.

Πράγματι μετὰ τὸ γεῦμα συναντήθημεν. Τὸ πρόσωπόν του ἦτο αἴθριον, ὡσὰν ἀνέφελος οὐρανός. Ἔσπρωξε τὸ κάθισμά του πρὸς τὸ ἰδικόν μου, ἔκλινε πλαγίως πρὸ ἐμὲ καὶ μοῦ εἶπε χαμηλοφώνως, διὰ νὰ μὴν ἀκούσουν οἱ παρακαθήμενοι. — Ἀπόψε ὑπογράφεται τὸ συμβόλαιον τῆς μεγάλης ὑποθέσεως καὶ αὔριον πρωῒ τὰ δυὸ ἄλλα, ὥστε αὔριον τὸ ἀπόγευμα, εἰς τὰς τρεῖς νὰ πᾶς εἰς τὴν μπυραρία μας καὶ νὰ μὲ περιμένῃς. Τὸ σπιτάκι ἐκεῖνο τὸ ἔπιασα, καὶ μεθαύριο κουβαλιοῦμαι. Ἐπὶ τέλους… Ἐπρόσθεσε· καὶ στεναγμὸς ἀνακουφίσεως ἐξῆλθε τοῦ στήθους του. Ἀνέπνευσα κ’ ἐγὼ μαζῆ του καὶ τὸν συνεχάρην, διότι αὐτὴν τὴν φορὰν κατώρθωσε νὰ μοῦ ἐμφυτεύσῃ ἀρκετὸν μέρος τῆς αἰσιοδοξίας του.

Τὴν ἐπιοῦσαν κατὰ τὴν ὁρισθεῖσαν ὥραν, ἤμην εἰς τὸ ζυθοπωλεῖον κ’ ἐπερίμενα. Δὲν εἰξεύρω ὅμως διατί, ἔπαυσα αἴφνης νὰ εἶμ’ εὐχαριστημένος. Εἶχα κάτι προαισθήματα, τὰ ὁποῖα εἰς μάτην ἐζητοῦσα ν’ ἀποδιώξω. Κάποια μυστηριώδης φωνὴ μοῦ ἔλεγεν ὅτι περιμένω ἀδίκως. Πράγματι, ἐπλησίαζε νὰ δύσῃ ὁ ἥλιος, ὅτε ἀπεφάσισα ν’ ἀφήσω τὸ ζυθοπωλεῖον. Μόνος καὶ μελαγχολικῶς βαδίζων, εἰσῆλθα εἰς τὴν πόλιν, καταρώμενος τὸν κακὸν δαίμονα τοῦ καϋμένου τοῦ Σοφοκλῆ.

Αὐτὴν τὴν φορὰν τὸν ἔχασα ἐντελῶς. Τὸν ἐζήτησα μα-