Σελίδα:Διηγήματα (Αξιώτης).pdf/125

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
— 119 —

λέγει, ἐνῷ ἐρρόφα τὴν δευτέραν του μπίραν — τὸ σπιτάκι ἐκεῖνο, στὰ δένδρα μέσα; Ἐκεῖ ἤμουν χθὲς κ’ ἐσυμφωνοῦσα μὲ τὴν οἰκοκυρὰ νὰ μοῦ τὸ νοικιάσῃ γιὰ τὸ καλοκαῖρι· τὶ ἔχει νὰ γείνῃ ἐκεῖ μέσα, θὰ μάθῃς καὶ θὰ ἰδῇς τί πρᾶγμα εἶν’ ὁ Σοφοκλῆς, γιατὶ ἡ τύχη δὲν θέλησε ἀκόμα νὰ τὸν γνωρίσῃς. Καὶ μοῦ ἐζωγράφισε μ’ ἑλκυστικώτατα χρώματα τὸν μακάριον βίον ὅπου θὰ διηρχόμεθα ἐκεῖ, συντρόφους ἔχοντες τῶν πτηνῶν τὰ κελαδήματα καὶ τῆς αὔρας τοὺς ψιθυρισμούς, κατόπιν, ἐννοεῖται, τῶν ἄλλων, ὑλικοτέρων ἀπολαύσεων, ἄνευ τῶν ὁποίων, τὰ ἄϋλα ἐκεῖνα, τὰ ἀσύλληπτα, ἀποβάλλουν πολύ, ὡς γνωστόν, τοῦ φυσικοῦ των θελγήτρου. — Λίγη ὑπομονή — ἐπρόσθεσεν ὁ φίλος μου. Καὶ διατεθεὶς ἔτι μᾶλλον εὐθυμότερον, μοῦ διηγήθη δύο τρεῖς ἱστορίας ἀπνευστεί, τὴν μίαν κατόπιν τῆς ἄλλης, ἐπὶ τῶν πολιτικῶν τῆς ἡμέρας.

Τὸν ἕβλεπα διηγούμενον κ’ ἐδοκίμαζα ταὐτοχρόνως δύο ἀντίθετα αἰσθήματα. Ἀπορίαν μεγάλην διὰ τὴν αἰσιοδοξίαν του, ἥτις οὐδέποτε τὸν εἶχε δικαιώσῃ καὶ ἕνα εἶδος οἴκτου διὰ τὴν πενιχρὰν περιβολήν, ἥτις ἐκάλυπτε μίαν τόσον εὐγενῆ ὕπαρξιν. Ἦσαν ὅλα του παρατριμμένα… Ἐκείνη μάλιστα ἡ ῥεπούμπλικά του, στενὴ εἰς τὴν νεότητά της, διεστάλη περὶ τὸ κρανίον, ἐκ τῆς πολυχρονίου χρήσεως, καὶ προσέλαβε σχήμα χαμηλῆς πυραμίδος, πολλαχοῦ πεπιεσμένης καὶ τῆς ὁποῖας οἱ παντοειδεῖς μώλωπες, διελάλουν εὐγλώττως τὰ βάσανα της. Ἀπεχωρίσθημεν ἀργά.

Ἔξαφνα τὸν ἔχασα· παρῆλθεν ὁλόκληρος ἑβδομὰς χωρὶς νὰ τὸν ἰδῶ· τί εὐχὴ! ἀρρώστησε; Ἔπειτα ἐκεῖναι αἱ ὑποθέσεις, ὅλαι, ἢ μέρος αὐτῶν τί ἀπέγειναν; ἢ μήπως πάλιν ὑπερίσχυσεν ἡ κακοδαιμονία τοῦ φίλου μου; ἐσκεπτόμην καὶ δὲν ἤξευρα τί νὰ ὑποθέσω. Ἠρώτησα κάποιον φίλον του, ἔμ-