Σελίδα:Διηγήματα (Αξιώτης).pdf/120

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
— 114 —

— Αὐτὸ οὔτε νὰ λέγεται· τὰ χρήματ’ αὐτὰ τάχω στὸ χέρι. Καὶ ξέρεις τὸ σχέδιό μου;

— Θὰ εἶν’ ἐκεῖνο τὸ περυσινό.

— Ναί, μὰ τώρα τέλειωσαν τὰ ψέμματα· εὐθὺς ποῦ πάρω τὸν παρά, μὲ ἐννόησες…

Τὴν στιγμὴν ἐκείνην ἐφάνη ἐρχόμενος ὁ πολιτευτὴς Σ.. Ὁ φίλος μου μὲ ἀφῆκεν εὐθύς.

— Προχώρει, μοῦ εἶπε καὶ σὲ φθάνω. Καὶ ἔτρεξεν εἰς συνάντησιν τοῦ πολιτευτοῦ.

Γνωριζόμεθα πρὸ ἐτῶν μὲ τὸν Σοφοκλῆ. Εἶνε πεντηκοντούτης περίπου, ὑψηλός, λιπόσαρκος, μακροσκελής, ὀλίγον ὠχρός, μ’ ἕνα κεφαλάκι μικρό, μὲ κρανίον ἀπεψιλωμένον καὶ στίλβον, ἐλαφρῶς ταλαντευόμενον εἰς κάθετου βῆμα. Εὐθυτενής, βαδίζει μὲ τὰ χέρια συνήθως ἐντὸς τῶν θυλακίων τοῦ τριμμένου, τοῦ πολλὰ καὶ διάφορα ἰδόντος καὶ δοκιμάσαντος πανταλονίου του. Τὸ ἀληθὲς εἶνε ὅτι καὶ τὸ σακκάκι του δὲν ἔχει μὲ τί νὰ καυχηθῇ, θὰ εἶχε δὲ τοὐναντίον πολλὰ τὰ δραματικὰ νὰ ἱστορήσῃ, ἂν εἶχε στόμα. Μόνον ὁ κολλάρος καὶ ὁ λαιμοδέτης του εἶνε νωπὰ πάντοτε καὶ ἀνεπιλήπτου λευκότητος. Ἄγαμος, ἔχει μόνον συγγενεῖς πλαγίους καὶ φίλους ἀπειραρίθμους καὶ συμβαίνει, ποτὲ μὲν νὰ γευματίζῃ εἰς τῆς ἐξαδέλφης, ἄλλοτε νὰ δειπνῇ εἰς τοῦ ἀνεψιοῦ καὶ νὰ ξενυκτίζῃ εἰς τῆς κουμπάρας του, οὐδέποτε δέ, οὐδὲ οἱ στενώτεροί του, ἔμαθον τὸ οἴκημα του. Τίμιος, ἀγαθός, εὐπροσήγορος, ἀστεῖος, πολυλογᾶς, ἐπαγγέλλεται… ὄχι ὡρισμένον τι, ἀλλὰ πᾶν ὅ,τι τοῦ δίδει ἀφορμὴν νὰ ὁμιλῇ καὶ νὰ τρέχῃ, ἀδιάφορον ἂν τρέχῃ κατόπιν σκιᾶς, τὴν ὁποίαν ἐκλαμβάνει ὡς πραγματικότητα! Εὔπιστος, αἰσιόδο-