Σελίδα:Διηγήματα (Αξιώτης).pdf/119

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
Ο ΣΧΕΔΙΑΣΤΗΣ

— Καὶ πῶς τὰ πᾶμε, Σοφοκλῆ;

— Ὡραῖα, ἐξαίρετα!

— Καὶ σἀντὶ δουλιὲς ἔχομε τώρα στὸ χέρι;

— Πολλὲς καὶ διάφορες. Καὶ πρῶτον, μ’ ἐννόησες, ὁ Μικάκος ἐκατάβηκε εἰς τὴς 270 χιλιάδες, τὸν ὅρον τοῦ ἀγοραστοῦ καὶ μεθαύριο θὰ πάω τὰ χαρτιά. Ἔπειτα τὸ σπίτι ἐκεῖνο τῆς ὁδοῦ Αἰόλου, μ’ ἐννόησες, παίρνει κι’ αὐτὸ τέλος σημεραύριο. Ἔχω ἕνα μικρὸ δάνειο ποῦ ὑπογράφεται τὴ Δευτέρα, ἕνα συνοικέσιο σχεδὸν τελειωμένο καὶ ἄλλο στὴν ἀρχὴ μὲ πολλὲς ἐλπίδες καί… ἄκουσε τώρα, μ’ ἐννόησες τὰ σχέδια μου. Μόλις ποῦ τελειώσω τὴ μεγάλη δουλιὰ τοῦ Μικάκη, θά…

Προβλέπων τὴν συνήθη ῥαγδαίαν φλυαρίαν τοῦ φίλου μου, τὸν διέκοψα.

— Μὰ δὲ μοῦ λές, τὸ ἀνθρακωρρυχεῖο ἐκεῖνο…

— Μπερμπαντιές, φίλε μου· μὰ εὑρῆκα τώρα ἄλλον ἀγοραστή, σωστὸ ἄνθρωπο καί…

Δὲν τὸν ἀφῆκα νὰ τελειώσῃ.

— Θυμᾶσαι; τὸ εἶχες τελειωμένο…

— Μὰ τί νὰ κάμῃς μὲ τοὺς ψεύτες; Τώρα ὅμως, μ’ ἐννόησες, δὲν μοῦ φεύγει, γιατὶ ἔλαβα μέτρα.

— Τουλάχιστον κύτταξε αὐτὰ ποῦ κρατεῖς τώρα νὰ μὴ σοῦ φύγουν.