τοῦ εἶπα ὅτι εἰς αὐτὰ συμβουλαὶ δὲν χωροῦν καὶ τὸν ἠρώτησα ἂν ἔχῃ τὴν δύναμην νὰ τιμωρήσῃ; — Μὲ τί τρόπον; μὲ εἶπε. Μὲ ἀποβολὴν ἀπήντησα.
— Ποτέ! ἀπεκρίθη· δὲ θὰ μποροῦσα νὰ ζήσω.
— Τότε, τοῦ εἶπα ἐγώ, πρέπει νὰ συγχωρήσῃς.
Αὐτὸ καὶ ἔκαμε ὁ καϋμένος ὁ φίλος μου, δειχθεὶς μεγαλόφρων! Καὶ δὲν εἶχε ἄδικον. Οὐδέποτε πλέον τοῦ ἐδόθη ἡ παραμικρὰ ἀφορμὴ παραπόνου κατὰ τῆς συζύγου του.
Τὰ σχόλια δὲν ἔλειψαν καὶ ἐπὶ τοῦ ζητήματος τούτου. Τὸ ἐβασάνισαν ποικιλοτρόπως, χωρὶς ἐννοεῖται νὰ τὸ λύσουν.
Μετά τινας ἡμέρας ὁ γέρων Φ. μὲ λέγει.
— Δὲ ξέρεις δά· σήμερα ὡμίλησα διεξοδικῶς μὲ τὸν σκεπτικόν μας περὶ προλήψεων καὶ μοῦ ἐφάνη πῶς ἄρχισε ν’ ἀλλάζῃ γνώμην.
Πῶς; ἠρώτησα.
— Ἐσυζητήσαμεν πολύ· τοῦ ἐπολέμησα μ’ ἐπιμονὴν τὰς ἰδέας καὶ κατώρθωσα νὰ τοῦ ἀποσπάσω τὴν ὁμολογίαν ὅτι αὐτὰ εἶνε ἐκ τῶν ἀνεξηγήτων. Προφανῶς ἡ ἀράχνη καὶ τὰ κέρατα τοῦ ἐτάραξαν πολὺ τοὺς φιλοσοφικοὺς κύκλους! Καλὸ κι’ αὐτό.