Σελίδα:Διηγήματα (Αξιώτης).pdf/110

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
— 104 —

— Τὴν ἱστορίαν, τὴν ἱστορίαν!

Ὁ γέρων ἤρχισε. Καὶ τὸν ἠτενίζαμεν κατὰ πρόσωπον, ἀκούοντες μὲ προσοχήν, ἐνῷ ὁ πυρρωνιστής μας ἐχασμᾶτο ἡμικεκλιμένος ἐπὶ ἑνὸς σοφᾶ.

«Ὁ φίλος μου Π. μικρὸν ἀνθρωπάριον, ὀλίγον κυρτωμένον, μὲ σῶμα ἰσχνόν, μὲ πρόσωπον ξηρὸν ἀλλὰ γλυκὺ καὶ ἤρεμον, ἦτο ἡ ἁπλουστέρα καὶ πλέον ἀφελὴς φύσις, ἀφ’ ὅσας ἐγνώρισα ἕως τώρα. Ἀκέραιος, εὐθύς, ἀλλὰ καὶ εὔπιστος πολὺ καὶ ἀσθενὴς τὸν χαρακτῆρα, ἦτο ἕτοιμος νὰ συγκινηθῇ εἰς κάθε ξένην συμφοράν, εἰς κάθε λύπην ἰδίαν ἢ ξένην, συχνὰ μάλιστα καὶ μὲ χειμάρρους δακρύων. Τόσον ἀδύνατοι ἦσαν οἱ δακρυοποιοί του ἀδένες, ὅπου καὶ γελῶν, ἔχυνεν ἄφθονα δάκρυα. Εἶχε μητέρα τὴν ὁποίαν ἐλάτρευε καὶ εἰς τὴν ὁποίαν ἔγραφε δὶς καὶ τρὶς τῆς ἑβδομάδος μακρότατα γράμματα, συνέβη δὲ πολλάκις νὰ μοῦ εἰπῇ, δεικνύων τὰ ἀνὰ τὰς ὁδοὺς γραμματοκιβώτια.

— Τί εὐχάριστον πρᾶγμ’ αὐτό! ὅσο τὰ βλέπω, μοῦ ἔρχεται πάντα νὰ ῥίψω μέσα κανένα γράμμα… Τοιοῦτος ἦτο παιδὶ ὅταν τὸν ἐγνώρισα καὶ ὁ ἴδιος ἔμεινε ὅταν ἠνδρώθη. Ἰσχυρότερός του ἐγὼ οἰκονομικῶς, τὸν ἐβοήθησα εἰς τὰς ἐργασίας του καὶ μὲ ἠγάπα πολύ, δὲν θὰ ἀπορήσετε δὲ ὅταν σᾶς εἰπῶ, ὅτι ὁσάκις ὡμίλει περὶ τῶν ἐργασιῶν μου, ἕνα μανδῆλι δὲν τὸν ἔφθανε νὰ σπογγίζῃ τὰ μάτια του. Ὑπείκων εἰς τὰς προτροπὰς τῆς μητρός του, ἐνυμφεύθη ἐνωρίς, λαβὼν ὡς σύζυγον νέαν ὡραίαν μέν, ἀλλ’ ἀσθενῆ τὸν ὀργανισμον, μεθ’ ἧς συνέζησε τρία ἔτη. Εἰς τὸ τέλος τοῦ πρώτου ἔτους, ἡ γυναῖκα του ἔκαμ’ ἕνα κοριτζάκι καὶ δὲν ἐμπορῶ νὰ τὸ ἐνθυμηθῶ χωρὶς νὰ γελάσω, ὅτι μετὰ τὸν τοκετόν, καλῶς ἐχόντων τῶν πραγμάτων καὶ χωρὶς κανεὶς νὰ τὸ περιμένῃ, ὁ φίλος μου ἔπεσε λιπόθυμος!

«Μετὰ δύο ἔτη ἀκόμη ἡ ἀτυχὴς νέα ἀπέθανεν ἀπὸ φθίσιν. Φαντάζεσθε πῶς τὴν ἔκλαυσεν ὁ φίλος μου. Ἐφαίνετο ἀπα-