Σελίδα:Διηγήματα (Αξιώτης).pdf/108

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.
— 102 —

Ὁ σκεπτικός μας ὕψωσε τοὺς ὤμους. Ὁ γέρων ἐπανέλαβε.

— Τί θὰ εἴπητε, π. χ. ἢ πῶς θὰ ἐξηγήσετε ὅ,τι παρετηρήθη πολλάκις εἰς τὸ ζωΰφιον τῆς ἀράχνης;

— Τί παρετηρήθη; ἠρωτήσαμεν ὅλοι μὲ περιέργειαν.

— Ὅτι ἂν συμβῇ νὰ καθήσῃ τὸ ἔντομον ἐπὶ ἀνθρώπου ἢ ἐπὶ πράγματος τοῦ ἰδίου, τοῦτο προμηνύει προσεχῆ γάμον! Τὸ ἤκουσα ἀπὸ ἄλλους, ἀλλ’ ἔτυχε καὶ εἰς ἐμὲ αὐτόν, εἰς τὴν οἰκογένειάν μου.

Ὅλοι ἐστράφημεν πρὸς τὸν γέροντα, οὐδὲ τοῦ σκεπτικοῦ φιλοσόφου μας ἐξαιρουμένου, ὑπὸ τῆς αὐτῆς διακαιόμενοι ὅλοι περιεργείας, ἣν ὁ γέρων, παρακληθείς, ἔσπευσε νὰ ἱκανοποιήσῃ, ἀφηγηθεὶς ἡμῖν τὰ ἑξῆς.

«Ἰδοὺ ἡ ἱστορία ἐν ὀλίγοις. Ἡ μεγάλη μου κόρη ἦτο εἰς ὥραν γάμου καί, ὡς συμπεραίνετε, δὲν ἐβλέπαμεν τὴν ὥραν νὰ τὴν καλοαποκαταστήσωμεν. Γαμβρὸς ὑποψήφιος ἦτο κἄποιος νέος, λαμπρὸς ὑφ’ ὅλας τὰς ἐπόψεις, φίλος δὲ οἰκογενειακός μας παρεκλήθη νὰ ἐνεργήσῃ ὑπὲρ ἡμῶν. Ἀλλὰ καὶ ἄλλα σπίτια τὸν ἐζητοῦσαν καὶ ὅσον ὁ καιρὸς παρήρχετο τόσον ἡ ἀγωνία μας ηὔξανε, διότι ἐφοβούμεθα μὴν ἀποτύχωμεν. Ἕνα πρωΐ, μετὰ τὸ τσάϊ καὶ ἐνῷ ἀκόμη ἐκαθήμεθα περὶ τὴν τράπεζαν, ἐγώ, ἡ σύζυγος καὶ ἡ κόρη μου, μία ἀράχνη, ἀφεθεῖσα ἐκ τῆς ὀροφῆς καὶ κρατουμένη ἀπὸ τὸ σχεδὸν ἀόρατον νῆμά της ὡς αὐτοδίδακτος σχοινοβάτης, κατέβη καὶ ἐκάθησεν, ἐλαφρὰ ἐλαφρά, ἐπὶ τῆς κόμης τῆς θυγατρός μου! Ἐγὼ μόνος ἀντελήφθην τὸ πρᾶγμα, ἐκλαβὼν δὲ ὡς αἴσιον τὸν οἰωνόν, εἶπα τῆς κόρης μου νὰ μὴ κινηθῇ. Τὸ ἔντομον, ἀφοῦ ἔμεινε ὀλίγον ἐπὶ τῆς κεφαλῆς της, ἀνέβη, διὰ τοῦ αὐτοῦ ἐναερίου δρόμου, εἰς τὴν ὀροφήν. Ἐξήγησα εὐθὺς τὸ φαινόμενον εἰς τὴν οἰκογένειαν, ἥτις πολὺ συνεκινήθη. Τὴν αὐτὴν ἐκείνην βραδειάν, ὁ φίλος μας ὁ προξενητὴς ἦλθεν εἰς τὸ σπίτι μὲ τὸν γαμβρὸν