Σελίδα:Γράμματα Αρ.2 (1911) - 41.jpg

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα δεν έχει ελεγχθεί ακόμη για πιθανά λάθη.

γλήγορα ἀπὸ σιμά της. Τότες πλειὰ ἔπεσε στὰ χέρια τῶν μπαντήδων· τὴ σέρνανε τὶς νύχτες στὰ στενά, καὶ στοὺς κάμπους, στὶς σπηλιές, στἀμπέλια, στὶς βρίζες, στἀραποσίτια· τὴν ἔπαιρναν πολλὲς φορὲς δέκα, εἴκοσι μπαντίδες, ἄκαρδοι ἀνθρῶποι. σκυλλιὰ παραδομένα, καὶ καμμιὰ φορὰ — φορτοῦνα της—καὶ ἀνθρῶποι καλοὶ καὶ μεγάλοι, γιατροί, δικηγόροι ἐμπόροι, μαγαζάτορες ὅσο ποῦ τὴν κατάντησαν ὅπως τὴ βλέπεις. Καὶ πάλι τώρα βρίσκονται θηρία ποῦ τὴν πειράζουν.

Πρῶτα ἀγρίευε συχνά· τώρα κἄπως μέρωσε. Μὰ πῶς δὲν τὴν κόβει ὁ Θεός—μεγάλη ἡ δόξα του—πῶς μὲ αὐτὰ τὰ κακά ποῦ πέρασε καὶ περάει βρίσκεται ἀκόμα στὸ κόσμο!

..................

Μὰ τὶ κακὸ εἶναι τοῦτο! ἄκου τώρα κακορόχιονο[1] ποῦ ρίχνει! ἆ μὰ ζαλόκαιρος ἀλήθεια κιἀλήθεια! γιὰ ἔλα νὰ ἰδῆς· μαζὶ χιόνι καὶ βροχὴ καὶ ἀγέρας καὶ χαλάζι· ματάειδες τέτοιο θᾶμμα; γιὰ κύτταξε· μιὰ θαμποῦρα βλέπεις καὶ τίποτε ἄλλο· ἀλλοίμονο τσ’ ὀρφανοὺς ποῦ δὲν ἔχουνε δυὸ κάρβουνα....».

Τὴ στιγμὴ ἐκείνη, μέσα στὴν κοσμοχαλασιὰ ποῦ μοῦ ἔδειχνε ἡ Γιαννιώτισσα ἡ φιλαινάδα μου, φάνηκε σἄν ἕνα μαῦρο πρᾶμμα νἄπεσε ἀπὸ κάτω ἀπὸ τὰ παραθύρια καὶ ἀκούστηκαν, μ’ ὅλη τὴ βοὴ τοῦ Νότου, κἄτι φωνὲς ὄχι ἀνθρώπινες· σἄν νὰ μούγκριζε γελάει, σἅν νἄσκουζε γουροῦνι, σἄν νὰ ρυάζονταν λύκος λυσσασμένος. Ἤτανε ἡ Σάντα· τὰ ξεσκλίδια ποῦ εἶχε γιὰ ροῦχα, τὰ σκόρπαγε ὁ ἀγέρας, καὶ τὸ κορμί της τὸ κατάμαυρο σἄν τομάρι ἀκατέργαστο κυλιόνταν σχεδὸν ὁλόγυμνο μεσ’ στὸ χανδάκι μὲ τὰ νερά, ἔσκαβε τὴ γῆ μὲ τὰ χέρια της, γύριζε πίστομα καὶ δάγκανε τὶς πέτρες, ὅσο ποῦ τὸ χιόνι τὴν ἄσπρισε καὶ τὴν ἐσκέπασε. Σὲ λίγο ἔπαψε ὁ ἀέρας καὶ τὸ χαλάζι, καὶ μονάχα χιόνι ἄφθονο μὲ λευκὲς παπλαμοῦδες σἄν ἄσπρα πουλιὰ ποῦ γυρίζουν κοπάδια στὴ φωληά τους, ἐσκέπασε ὅλην τὴν πόλι καὶ τὰ ξέφυλλα δέντρα καὶ τὰ λιβάδια, καὶ τοῦ ἀνθρώπου τὴν ἀθλιότητα καὶ τὴ σιχαμάρα.

Ἡ πονετικὴ ἡ φιλαινάδα μου κατέβηκε νὰ κλείσῃ καλὰ τὴν πόρτα καὶ τὰ παιδιὰ τοῦ σχολείου ἤρθανε σὲ λίγο μὲ βόλους ἀπὸ χιόνια, μὲ ξύλα καὶ μὲ πέτρες, ζητῶντας τὴ Σάντα ....

Τὴν ἄλλη μέρα, τὴν εἴδαμε πάλι ὀρθή, νὰ τρέχῃ μισοδιπλωμένη στοὺς δρόμους μένα μακρὺ βρακὶ ἀπὸ ἰνδιάνα καὶ μἐκεῖνα τὰ μεγάλα δόντια, καὶ μαῦρο καὶ ἀργασμένο πρόσωπο, ποῦ τὴν κάνει ὅμοια μὲ λύκον μᾶλλον παρὰ μὲ ἄνθρωπον, καὶ νὰ διακονεύῃ ὅπως πάντα:

— Μωρὴ κάκκω[2] μωρή, δόμ μωρὴ ψωμί, γιατὶ πεινάει τὸ σκυλλὶ ποὖβρε τὸ βλησίδι κἔσφαξε τὸν ἄντρα μου μέσα στὰ παιδιά μου . . . .

Καὶ νὰ φεύγῃ πρὶν πάρῃ τὸ ψωμί.

ΚΛΕΑΝΘΗΣ


  1. Λεπτὸ χαλάζι.
  2. Φιλικὴ προσφώνησις πρὸς γυναῖκα.