Σελίδα:Γράμματα Αρ.2 (1911) - 40.jpg

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα δεν έχει ελεγχθεί ακόμη για πιθανά λάθη.

κλησία, τὸ μικρὸ τὸ δάκτυλο τἀγίου Γληγορίου, καὶ θέλησε νὰ βάλῃ χέρι ἀπάνου της· μὰ τότες δὰ γίνηκε ὁ μεγάλος ὁ σπαραγμὸς ποῦ ρίχτηκε νὰ πνίξῃ τὸν παππᾶ καὶ ἄρχισε νὰ τὸν καταρειέται καὶ νὰ τὸν βρίζῃ, μὰ δὲν ἔκρινε αὐτή, ἔκρινε ὁ ὁξαποδῶς ποῦ εἶχε μέσα της.

— Τί μοὖρθες, μωρὲ κακοῦργε, ψεύτη, ἀγύρτη, φονιᾶ, ματοβαμμένε, πόρνε, ποῦ πάτησες τὴ νύφη σου, τὴ γυναῖκα τἀδερφοῦ σου τοῦ ταξιδεμμένου καὶ τὸ παιδὶ τὸ ρίξατε στἀναγκῃό, καὶ τώρα ἦρθες νὰ μὲ φοβερίσης ἐμὲ μωρὲ κολασμένε, αἱμομίχτη, ληστή! Καὶ ἄλλα τὤλεγε ὁ Τρισκατάρατος μὲ τὸ στόμα τῆς Σάντας.

Ὁ χαντακωμένος Παπᾶς ἄρχισε νὰ τρέμῃ καὶ νὰ κιτρινίζῃ· τὰ χείλια του δὲν μπόρεγαν νὰ ποῦνε λέξι, μόνον ἐγονάτισε στὰ κονίσματα μπροστά καὶ σταυροκοπιόντανε καὶ μαζὶ μαὐτὸν ὅλοι σταυροκοπιόντανε καὶ ἀνατριχιάζανε καὶ μὲ τρόμο κυττάζανε τριγύρω τους.

Τότες ἦρθε καὶ ὁ ἄντρας της νὰ τήνε πιάσῃ σἄν χειροδύναμος ποῦ ἤτανε νὰ τὴ ρίξῃ στὸ κρεββάτι νὰ τὴν πατήσῃ ὁ παπᾶς καὶ νὰ ξορκίσῃ τὸν Τρισκατάρατο. Ἡ Σάντα ἔπλεε στὸ αἷμα της κἔχανε τὴ δύναμί της· μὰ μόλις εἶδε τὸν ἄντρα της ἄρχισε πάλι τὰ ἴδια, μὲ ἄλλον τρόπο τώρα.

— Καλώστονε, καλώστονε· ἐσύ εἶσαι δικός μου ποὖσαι· ἐσὺ μὲ προσκάλεσες κἦρθα, ἐσὺ ξηνταβελόνη μου, ἐσὺ πὤφαγες τὸ παιδί σου· ἐσένα σἀγαπάω ἐγὼ καὶ σὤστειλα τὸ βλησίδι στὴ γωνίστρα σου· καλά καμες καὶ δὲν ἔδωκες παρὰ σὲ κανένανε, μήτε στὴ γυναικαδέρφη σου· ἐγὼ σὲ καββαλίκεψα καὶ γίνηκες τέτοιος· τώρα τὸν ἔχεις τὸν παρὰ στὸν σεντοῦκι καὶ τὸν φυλᾶς γιατεμένανε· ἔλα τώρα νὰ σὲ φιλήσω γιὰ τὸ σπολλάετη ποῦ μὲ προσκάλεσες καὶ μέχεις μουσαφίρη. Κιἀμέσως ρίχνεται καὶ τὸν ἀρπάζει καὶ τοῦ κόβει μιὰ δαγκατιὰ στὸ λαιμὸ ποῦ τὤσυρε κοψίδι.

Ὡς τόσο ἀπ’ τὴν πολλὴ τὴ ’μορραγία, μπαΐλησε[1] κἔπεσε στὸ κρεββάτι σἂν πεθαμένη.

Τρέχουν ὅλοι οἱ χωριάτες μὲ τρομάρα, οἱ κιοτῆδες[2] μένουν ὄξω καὶ ὅσοι εἶχαν κάμῃ κρυφὲς ἁμαρτίες, γιατὶ μαθεύτηκε πῶς ἡ Σάντα τὰ βγάνει ὅλα στὸ φόρο· τρέχει καὶ ὁ μουχτάρης τοῦ χωριοῦ· ἀπὸ στόμα σὲ στόμα πάνε σταὐτιὰ τῶν σουβαρήδων[3] ὅσα εἶπε γιὰ τὸ βλησίδι, πιάνουν τὸν καλόσου τὸ χωριάτη, τοῦ δίνουν ἕνα δαρμό, μαρτυράει τὸ βλησίδι καὶ τὸ παίρνουν· τότες πλειὰ γίνηκε κιαὐτὸς θηρίο· πιάνει τὴν ἄμοιρη τὴ Σάντα τὴ σκοτώνει στὸ δαρμὸ καὶ τὴ διώχνει ἀπὸ τὸ σπίτι του· Ἐκείνη ἀγριεύει περισσότερο· πάει ἡ Ρήνκω ἡ χαντακούρω[4] νὰν τὴ μάσῃ, χύνεται νὰν τὴν πνίξῃ· χτυπάει τὶς πόρτες τοῦ χωριοῦ, ὅλοι τὴν τρέμουν καὶ κλειδώνονται μέσα.

Ἡ πεῖνα, τὸ κρύο, τὸ κακό, ἡ γύμνια, ἡ τρέλλα, τὰ σκυλλιὰ ποῦ τῆς ρίχνονται τὴ νύχτα καὶ τὴς ξεσχίζουν τὸ κορμί της, ὁ κόσμος ποῦ τὴ διώχνει μὲ τὰ ξύλα καὶ μὲ τὰ λιθάρια, ὅλα αὐτὰ τὴν ἔκαμναν νὰ πάρῃ τῶν ὀμματιῶν της καὶ νἄρθῃ στὴν πόλι· ἐδώ πλειὰ ἀπογίνηκε· ὅντας πρωτοῆρθε, ἤτανε ἀκόμα ὄμμορφη· τὸ θυμᾶμαι σἄν νἆταν τώρα· ψηλὴ ὅπως εἶναι· τὰ κουρελιασμένα τα ροῦχα της ἄφηναν νὰ φαίνεται ἕνα κορμὶ κάτασπρο καὶ χλωρὸ ἀκόμη μὲ ὅλη τὴν κακορριζικιὰ ποῦ τὴν ἔδερνε· μονάχα τὰ μάτια της εἴχανε μιὰ ἀγριότητα καὶ μιὰ φλόγα, ποῦ ὅταν τὰ στύλωνε ἀπάνω σου, σἔκανε νὰ φύγῃς


  1. ἐλυποθύμησε.
  2. δειλοί.
  3. ἔφιπποι χωροφύλακες.
  4. δυστυχισμένη.