Σελίδα:Γράμματα Αρ.2 (1911) - 39.jpg

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα δεν έχει ελεγχθεί ακόμη για πιθανά λάθη.

πάλι τί θὰ τὰ κάνουνε.

Ἄν ἐκεῖνο ποῦ θὰ γεννήσῃ ἡ Σάντα εἶναι παιδί, νὰ τὸ σπουδάσουν γιατρὸ καὶ νὰ πᾶνε μέσα στὸ Ρωμέϊκο, ἄν εἶναι τσοῦπρα, νὰ πάνουν στὴν Πόλι νὰ τὴν παντρέψουν καὶ νὰ ζήσουν ἐκεῖ.

Μὰ δὲν ἔλεγαν νὰ δώσουν τίποτε καὶ τῆς ἀδερφῆς-κάψο, ποῦ ἦταν ὀρφανὴ κιαὐτή· γιὰ ὁ Θεὸς τοὺς εἶχε ὀργιστῇ καί τοὺς καββαλίκεψε ὁ δαίμονας τῆς φιλαργυρίας—φτοῦσου Τρισκατάρατε—γιὰ ἤτανε τὸ ξεράτι τους[1] νὰ πάθουν ὄσα ἔπαθαν, γιατί εἶχαν ἄπονη καρδιὰ καὶ δὲ συμπονοῦσαν τὸ φτωχό, νὰ συχωρεθοῦν οἱ ἁμαρτίες τους, ὅπως ἤλεγε ὁ πάπῃς μου, ποῦ ἦταν πρωτόπαπας καὶ πνευματικὸς πάπη πρὸς πάπη, ἀπὸ ἑφτὰ ζουνάρια,

Καὶ ὅσο κόντευε στὸ μῆνα της ἡ Σάντα, τόσο ὁ ἄντρας της γινόντανε χειρότερος στὴ φιλαργυρία. καὶ ἅμα τοὖλεγε τίποτε νὰ πάρουν, τῆς ἔλεγε.

— Μὲ τὸ τσὶκ καὶ μὲ τὸ μὶκ αὐτὸ χαλιέται ὁ παρᾶς, γυναῖκά μου. ἡ δουλειὰ εἶναι νὰ μὴ διακονέψουνε τὰ παιδιά μας· κιἄν κάμῃς καὶ τσοῦπρα, οἱ γαμπροὶ θέλουνε παρὶ τώρα· μόνε πέρασε ὅπως ὅπως. Καὶ τόσο ἔφτανε ἡ στερεμάρα του ποῦ καταντοῦσε νὰ μὴν τῆς παίρνῃ τσότσο χουμαῒ[2] νὰ φκιάσῃ κωλοπάνια γιὰ τὸ παγανὸ ποῦ θὰ γένναγεν.

Ὡς τόσο ἦρθε ἡ ὥρα της γιὰ νὰ λευτερωθῇ καὶ τὴν ἔπιασαν οἱ πόνοι· τρέχει ἡ ἀδερφή της ἡ κακομοίρα γιὰ τὴ μαμμή, μιὰ γρῃὰ ποὔχανε στὸ χωριὸ κἔκανε καὶ τὴ ψευτομαμμή, νὰ πάῃ νὰ τὴν ξελεχωνέψῃ, ποῦ νἄρθῃ ἡ μαμμὴ σαυτὸν τὸν ἀφωρισμένον. ποῦ δὲν ἔδινε πεντάρα σὲ κανένανε!

— Νὰ μοῦ δώσετε, λέει μπροστὰ τὸ μετζίτι, καὶ τότες νἀρθῶ· πάει ἡ Ρίνκω χαλασιά της βρίσκει τὸν ἄντρα τῆς Σάντας, τοῦ ζητάει τὸ μετζίτι· ποῦ νὰ τὸ δώσῃ αὐτός !

— Ἀκοῦς ἐκεῖ λέει πῶς ἡ Νταβάνοβα γέννησε χωρὶς μαμμή καὶ ἡ παππᾶ-Νικόλοβα κιἄλλες κιἄλλες! αὐτὴ θέλει ἀρχοντιές. Μὰ ἡ Ρήνκω τὸν ἐστενοχώρησε καὶ τότες ἔβγαλε καὶ τῆς ἔδωκε τὸ μετζίτι, μὰ μὲ βαρειὰ καρδιὰ καὶ μὲ τὸν Ὀξαποδῶ στὸ στόμα.

— Νὰ, ποῦ νάμπῃ ὁ Τάδες μέσα της κιαὐτῆς καὶ σένανε.

Ἢτανε κακὴ ὥρα—σῶσε μας Χριστέ μου κιαφφέντη μ’ Ἄη Γεώργη νεομάρτυρα, σῶσε μας ἀπ’ τὴν κακὴ τὴν ὥρα—καὶ τὸ εἶπεν ὁ ἀφωρισμένος κἔγινε.

Ἦρθε ἡ μαμη, μὰ τοῦ κάκου· τί νὰ κάμῃ! ἡ Σάντα ἤτανε ξωφρενῶν· ἔσκουζε, φώναζε, ρίχνονταν, ἔσκιζε τὰ ροῦχα της, ἔτρωγε τὰ κρέατα της σἄν λυσσασμένη· στὴν ἀρχὴ τὸ πήρανε πῶς ἤτανε ἀπ’ τοὺς πόνους τῆς γέννας· μὰ κιὄντας ἔπεσε τὸ καψοπαῖδι τἄμοιρο καὶ κακορρίζικο, ἡ μάννα γίνηκε χειρότερα· ρίχτηκε πρῶτα νὰ τὸ πνίξῃ μὲ τὰ νύχια, ὕστερα νὰ τὸ φάῃ μὲ τὰ δόντια, ἔσκιζεν ὅσους τὴν ἐπλησίαζαν. ἄφριζε, βλαστήμαγε, καταριώντανε, σκαπέταγε τὰ προσκέφαλα καὶ τὰ σιντόνια τὰ ματωμένα, πήδησε νὰ ρίξῃ τὴν κανδήλα καὶ τὰ κονίσματα καὶ νὰ μαδήσῃ τὰ στεφάνια της, ἤτανε ὀργὴ Θεοῦ.

Καταλάβανε πλειὰ πῶς εἶχε μέσα της τὸν Τρισκατάρατο— γλῦσε μας Χριστέ μου καὶ Σταυρέ μου σταυρωμένε—καὶ τρέξανε γιὰ τὸν παππᾶ· ᾖρθε ἀμέσως ἐκεῖνος τρέμοντας καὶ διαβάζοντας τοὺς μεγάλους ἐξορκισμοὺς—κἂτα πὤλεγε ὁ πάπης μου—Ἄη Βασιλείου, ἤφερε τὰ ἅγια λείψανα ποῦ εἶχε ἡ ἐκ-


  1. κακὴ εἱμαρμένη.
  2. παννὶ Ἀμερικάνικον.