Σελίδα:Γράμματα Αρ.2 (1911) - 38.jpg

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα δεν έχει ελεγχθεί ακόμη για πιθανά λάθη.

πουρνὸ[1] εἴπανε τάχα πῶς τὸν ἔσφαξαν γιατί οὔρλιαζε καὶ ἤτανε γρουσούζης.

Μὰ τί τὸ θέλεις! τοῦ κάκου· ἔπρεπε νὰ τὸν σφάξουν, ὅταν ἔπρεπε, ὅπως εἶπε καὶ ὁ Τοῦρκος στὸ ἰνόρτο τῆς Ρήνκας.

Τὴν ἄλλη νύχτα μιὰ κουκουβάγια ἔκατσε ἀπάνω στὸ μπουχαρί τους καὶ δὲν τοὺς ἄφηνε νὰ κοιμηθοῦν ἀπὸ τὸ θλιβερὸ τὸ λάλημά της· τὸ παιδί τους ἦταν ἀποφασισμένο· τὴν ἄλλη νύχτα ἡ Σάντα δὲν πρόφτασε νὰ πάρῃ λίγον ὕπνο καὶ ξυπνάει μὲ τρομάρα, γιατί νειρεύονταν πῶς ἕνας μαῦρος σκύλλος σἄν τὸ Μοῦργο ποῦ εἴχανε σφάξῃ, ἐβγῆκε ἀπὸ τὴ γωνίστρα καὶ ἔτρωγε τὸ παιδί της· σηκώθηκε, τἀγκαλιάζει, τὸ φιλεῖ, βάνει τὸ χέρι στὴν καρδιά του, μὰ ἔξαφνα πετιέται καὶ κεῖνο μὲ μιὰ φωνή.

— Μάννα!

— Μάτια, μου λέει ἡ Σάντα, παιδί μου.

— Μάννα, λέει ἐκεῖνο, ὁ Μοῦργος ἤθελε νά μὲ φάῃ· μάννα σκιάζουμαι.

Τὴν ἄλλη μέρα πέθανε τὸ παιδὶ τὴς Σάντας· ὁ πατέρας του ἔσκουζε σἄν γυναῖκα κἤλεγε.

— «Ὠϊμένα! κάλλιο νὰ μοὔλειπαν σὲ πῆρα στὸ λαιμὸ μου παιδάκι μου· φορτοῦνα στὸ κορμί μου.» Καὶ τραβοῦσε τὰ μαλλιά του σἄν γρῃὰ γυναῖκα.

Ἡ Σάντα δὲν ἠμπόρεσε νὰ βγάλῃ οὔτε ἕνα δάκρυο· μόνον ἔβγανε ἀπὸ ὥρα σὲ ὥρα κάτι ἄγριες φωνὲς καὶ κατόπι τσώπαινε· ἀπὸ τότε ἄρχισε νὰ τὸ χάνῃ ἡ γυναῖκα· ὕστερα, ὅπου ἔβλεπε μαῦρο σκυλλί, τοῦ ρίχνονταν μὲ τὶς πέτρες καὶ τὴν νύχτα ἔβγαινε σἄν τὸν βρουκόλακα καὶ πήγαινε στὸν τάφο τοῦ παιδιοῦ της κἔσκουζε· ὁ ἄντρας της κύτταζε νὰν τὴ συμμαζέψῃ, μὰ κιαυτὸς πλειὰ σἄν χαμένος ἤτανε, οὔτε νὰ δουλέψῃ μποροῦσε, οὔτε μυαλό εἶχε νὰ κυττάξῃ τὰ μούλκια του· τί τοῦ φαινόντανε; πῶς αὐτὸς τὤφαγε τὸ παιδί του.

Ἔτσι ἄρχισαν νὰ φτωχαίνουν καὶ κατάντησε νὰ μὴ βγάνουν οὔτε τὸ ψωμί τους· τὸ βλησίδι ἔμενε πάντα ἄγγιαχτο, ὄξω ἀπὸ κεῖνα τὰ λίγα ποῦ ξώδεψαν στὴν ἀρρώστια τοῦ παιδιοῦ των· τόσο ἀπὸ στερεμάρα, τόσο ἀπὸ φόβο καὶ ἀποκοντρία, ὁ ἄντρας δὲν ἤθελε νὰ τοὺς ἀγγίξουν ἐκείνους τοὺς παράδες.

— «Αὐτοὶ μοῦ φάγαν τὸ παιδάκι μου» ἔλεγε· κιὄσες φορὲς ἡ Σάντα ἤθελε νὰ τοῦ κάμῃ κουβέντα, αὐτὸς ἔκανε κακὸν καυγᾷ· ἔσκουζε, χτυπιώντανε, ἔδερνε καμμιὰ φορὰ καὶ τὴ γυναῖκα του· ἔσκουζε κἐκείνη, ἔβαναν τίς φωνές· μέρα ἤτανε, νύχτα ἤτανε, σήκωναν τὸ χωριὸ στὸ ποδάρι· ἡ μαύρη ἡ Ρήνκω πήγαινε νὰ τούς ἡσυχάσῃ, τὴν ἔδιωχναν· τοὺς ρώταγε τί ἔχουν καὶ κάνουν ἔτσι, δὲν ἐμαρτύραγαν τίποτε· τὴ βλαστήμαγε κιαὐτὴ ὁ ἄντρας καὶ ἔφευγε.

Καὶ τί βλαστήμια εἶχε στὸ στόμα του! « νἄμπῃ ὁ Τάδες μέσα σου— ἐκείνου ἐκεῖ—καὶ νἆναι καὶ θηλυκός.»

Τέλος πάντων ἡ Σάντα κίνησε[2] ἔγκυος καὶ αὐτὸ τοὺς ἔκαμε κἄπως νὰ ἠσυχάσουν· καὶ οἱ καυγάδες ἀραίωσαν καὶ ἡ παλαβομάρα τους σἄν νὰ λιγόστεψε· ἄρχισε καὶ ὁ ἄντρας νὰ δουλεύῃ-κάψο καὶ ἤλεγαν γιὰ τὰ βρετίκια


  1. Πρωΐ.
  2. ἔμεινεν.