Σελίδα:Γράμματα Αρ.2 (1911) - 36.jpg

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα δεν έχει ελεγχθεί ακόμη για πιθανά λάθη.

λένε· δὲ σφάζουμε τὸ Μοῦργο; — ποὖντο κιαὐτὸ τὸ ζαλιάρικο· ἄκουτο ὄξω πῶς οὐρλιάζεται κακηώρα του· τὸ κεφάλι του νὰ φάῃ.

— Διάολε, διάολε ! ἤλεε ὁ χωριάτης κἔβγαλε τὸ μαχαῖρι του καὶ τὸ τρόχαε στὴ γωνιά· τὶ διάολο νὰ σφάξωμε τώρα, καὶ κοντεύει νὰ ξημερώσῃ.

— Δὲ σφάζουμε τὸ γάττο; λέει ἡ Σάντα, ἤ δὲν κάνει;

— Κάθεται καὶ δὲν κάνει! ποῦντος;

— Νάτος· στὸ γιοῦκο ἀπάνω· πιάστονε. Ὁ γάττος (ἔτσι βλέπεις ἤτανε τἀξεράτι) σἄν ἄκουσε τὴν ταραχὴ καὶ εἶδε τὸ χωριάτη ποῦ ρίχτηκε ἀπάνω του, μιὰ πηδησιὰ καὶ φεύγει· τρέχει ὁ χωριάτης νὰ τὸν πιάσῃ, ὁ γάττος σκαρφαλώθηκε στὴ θύρα ψηλὰ καὶ νιαούριζε· δίνει ἡ Σάντα, δίνει ὁ ἄντρας της νὰ τὸν πιάσουν, τόσο χειρότερα ὁ γάττος ἀγρίευε κἔσκουζε καὶ τέντωνε τὰ νύχια του καὶ χτύπαγε μὲ τὰ ποδάρια του, κἔκανε τόσο σαματᾶ[1], σἄν νἆχε μέσα του τὸν ὀξαποδῶ—φτοῦσου τρισκατάρατε μεσ’ στὴν τρύπα σου—ὅσο ποῦ ἀπὸ τὸ πολύ κακὸ καὶ τοῦ γάττου καὶ τοῦ χωριάτη καὶ τοῦ παγανοῦ ποῦ ξύπνησε κἔσκουζε κιαὐτό, παίρνει χαμπέρι ἡ Ρήνκω χαλασιά της.

— Μὰ ποῦ ἤτανε ἡ Ρήνκω;

— Η Ρήνκω—ἔτσι μοῦ τἄπανε κἐμένα κἔτσι ποῦ τὰ λέω—ἡ Ρήνκω ἤτανε στὸν κοντινὸν ὀντᾶ· ἀδερφομοιρασιὰ ἤτανε τὸ σπίτι· ξυπνάει, ἀνοίγει τὴ μεσόθυρα καὶ μπαίνει μέσα.

— Τὶ τρέχει μωρ’ ἀδέρφια λέει, τὶ κάνετ’ ἔτσι;

Ὁ χωριάτης καὶ ἡ Σάντα ἔμειναν ξεροί· μοναχά ποῦ πρόφτασε κἔκρυψε τὸ μαχαῖρι του· μὰ δὲν ἤξεραν τὶ νὰ ποῦν· ἡ Ρήνκω βλέπει ὅλα ἄνω κἄτω, τὸ λάκο σκαμμένον τα χώματα σκαπετημένα[2] σὄλον τὸν ὀντᾶ· κατάλαβε.

— Ἄχ σκυλιά! λέει· σκάψατε καὶ βρήκατε τὸ βλησίδι.

Ἡ Σάντα καὶ ὁ ἄντρας της κυτταχτήκανε καὶ μἕνα στόμα καὶ οἱ δυὸ πιάσανε τὸ ἀρνί[3].

— Ὄχι μὴν ηὕραμε κολοκύθια· ἴσα τὸν κόπο ποῦ κάμαμε ὅλη τὴ νύχτα νὰ σκάφτουμε.

— Στὸ μῦλο αὐτά Σάντα· ἐγὼ τὸ ἰνορεύτικα, κεἶμαι Σαββατογεννημένη· μὴν τὰ θέλετε ὅλα μοναχοί σας, κεἶναι γιαζὶκ[4] γιατὶ κἐγὼ εἶμαι ὀρφανὴ κἔχω τρία θηλυκά.

Ἐκεῖνοι «ὄχι, ὄχι δὲν ηὕραμε» ὅρκους μόρκους, ἐκείνη καὶ καλά «ηὕρατε» καὶ παρακάλια· αὐτοὶ κατάρες «ἄν ηὕραμε χαΐρι[5] νὰ μὴ ἰδοῦμε, μωρὴ δὲν ηὕραμε τίποτε». Τί νὰ κάμουν, βλέπεις, ἔμπλεξαν· καρδιὰ δὲν τοὺς ἔκανε νὰ δώσουν. γιατὶ φοβούντανε· κὕστερα ὁ ἔρμος ὁ παρᾶς εἶναι γλυκός, βλέπεις. Τί νὰ κάμῃ ὁ χωριάτης γιὰ νὰ τὸν πιστέψῃ! μιὰ καὶ καταιβάζει τὴν Κυρὰ τὴν Παναγία ἀπὸ τὰ κονίσματα καὶ λέει.

— Μωρὴ Ρήνκω τί ἄλλο θέλεις; θέλεις νὰ δαγκώσω τὰ κονίσματα γιὰ νὰ μὲ πιστέψῃς;

— Δάγκωστα, λέει ἐκείνη.

— Νά· λέει ὁ χωριάτης καὶ μιὰ καὶ βάνει τὴν Παρθένα στὸ στόμα του καὶ τὴ δάγκωνε· καὶ ἡ Σάντα σἄν νὰ τὴν ἀμπωχνε ὁ Τρισκατάρατος.


  1. Θόρυβος.
  2. ριγμένα.
  3. τὴν ἄρνησιν.
  4. Κρῖμα.
  5. Προκοπή.