Σελίδα:Γράμματα Αρ.2 (1911) - 35.jpg

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα δεν έχει ελεγχθεί ακόμη για πιθανά λάθη.

χαρά τους· τότε ξύπνησε καὶ τὸ παγανό τους τὸ πάνουν κἐκείνο στὸ σεντοῦκι, τὸ ἀνοίγουν, τὸ βάνουν νὰ τὰ πιάσῃ μὲ τὰ χέρια του, κοντεύουν ἀλήθεια νὰ χάσουν τὸ νοῦ τους οἱ νοικοκυραῖοι.

Ὅταν ἡσυχάσανε κἄπως, λέει ὁ ἄνδρας στὴν γυναίκα του, χωρὶς κἄνε νὰ φχαριστήσῃ τὴν Παναγία—προσκυνοῦμε τὄνομά της—ποῦ τοὺς ἔδωκε τέτοιο μπιρκέτ, μόνε λέει στὴ γυναῖκα του:

— Τώρα, μωρὴ γυναῖκα, τί τὸν κάνομε τόσον παρᾶ;

— Ἄκου ρώτημα! λέει ἡ γυναῖκα του· τί λὲς καλέ μου; πρῶτα πρῶτα θὰ φκιάσω ἕνα λαχουρὶ[1] φουστάνι, ποῦ βαλαν ὅλες οἱ Γιαννιώτισσες καλὲς κακές, ὕστερα ἕνα σάκκο μὲ γοῦνα ποῦ εἶμαι ζάρκα[2] καὶ πάω στὰ ἐγκώμια[3] καὶ μὲ κάνουν τζανανέ. ὕστερα ἕνα σπίτι.

— Ἄϊντε μωρέ! λέει ὁ ἄνδρας της, κεφάλι ποῦ τὤχετε σεῖς οἱ Εὖες· νὰ δείξουμε καὶ νὰ φαντάξωμε[4] πῶς ἔχουμε παράδες, νὰ βάλῃ κἄνα σουμπεέ[5] ἡ πολίτσα[6] νὰ μοῦ φορέσουν καὶ τὶς κλάπες[7]. Ὄχι, γυναῖκα μου, δὲ μὲ παίρνεις στὸ λαιμό σου· τὰ φλωριὰ θὰ φυλάξουμε καὶ θὰ ζοῦμε κατὰ πῶς ἐζούσαμε μὲ οἰκονομία καὶ μὲ τὸ μικρὸ ἰρὰτ[8] ποῦ μᾶς δίνουν τα μούλκια μας· μοναχὰ στὴν ἀδερφή σου, ποῦ τα ἰνορεύτηκε καὶ εἶναι κι ὀρφανή, μπορεῖ νὰ δώσουμε τίποτε. Ἡ Σάντα ποῦ ἦταν φουρκισμένη πῶς δὲν θὰ φτιάσῃ λαχουρὶ καὶ γοῦνα καὶ εἶχε κι ἄπονη καρδιά.

— Ἀκοῦς ἐκεῖ λέει θὰν τα στερηθοῦμε ’μεῖς καὶ θὰν τὰ δώσουμε τῆς τῆς ἀδερφῆς μου, καὶ σἄν τὰ ἰνορεύτηκε καὶ τί! μεσ’ στὸ σπίτι μας εὑρέθηκαν καὶ σἄν εἶναι ὀρφανή, μήνα τὴν πήραμε ἡμεῖς ἀπανωθιό μας! μὴ σὲ μέλῃ καὶ δικονεύει αὐτὴ καὶ βρίκει· ἡμεῖς σἂ δὲν ἔχουμε, δὲν μᾶς λέει κανεὶς ποῦθεν εἶσαι· κὕστερα, ἐσὺ λὲς νὰ τὸ βαστάξουμε κρυφὸ ἀπὸ τὴν κυβέρνησι, καὶ πῶς λὲς νὰ τὸ μαρτυρήσουμε σὲ ξένον! ὄχι γυιέ μου, σἄν θὲ θὰ φκιάσω ’γὼ τίποτε, κάλλιο νὰν τὰ βάλωμε στὴν πάντα νὰν τἀφήσωμε στὸ παιδί μας, νὰ μὴ μᾶς ψολογάῃ[9] καμμιὰ φορά.

Τόσο ἤθελε κἐκεῖνος.

— Ἄϊντε δά, λέει, ἄς μὴ τὸ ποῦμε κανενοῦ κιἆς ρίξωμε τὰ χώματα στὸ λάκο πάλε μάτα.....μόνε στάσου· ἔχω ἀκουστὰ ἀπ’ τὸ γέρο Μετσοβίτη ποὖναι μουχτάρης[10] στὴν Τζέλοβα, πῶς ἅμα βρῇς βλησίδι μέσ’ στὸ σπίτι σου, πρέπει νὰ σφάξῃς ἕνα κουρμπάνι, καὶ νὰ πέσῃ τὸ αἷμα του μέσα στὸ λάκκο πρὶν ματαρρίξῃς τὰ χώματα, γιατὶ ἀλλοιῶς κἄποιος πεθνήσκει ἀπ’ τὸ σπίτι σου σταϊφφουρλᾶ[11] Θεὸς μὴν δώσῃ τέτοιο πρᾶμμα.

— Εὔκολα δὰ εἶναι νὰ σφάξωμε ἕναν πέττο ἤ μιὰ κόττα.

— Εὔκολο μὰ τώρα πῶς νὰν τὸν πιάσω με, ποῦ θὰ περάσωμε ἀπὸ τὸν

ὀντᾶ, ποῦ κοιμάται ἡ Ρήνκω μὲ τὶς τσοῦπρες της καὶ θὰ πάρουν χαμπέρι. Γιατί ξέρες, χωριάτικο σπίτι ἤτανε, δυὸ ὀντάδες εἶχε μονάχα· γιὰ νὰ μπῇς στὸν ὀντᾶ τῆς Σάντας πέραγες ἀπὸ τὸν ὀντᾶ τῆς ἀδερφῆς της.

— Αἴ δὰ· τὶ νὰ σφάξωμε! κἕνα σκυλλὶ νὰ σφάξωμε τὸ ἴδιο κάνει.


  1. Ἐν Ἰωαννίνοις λέγεται παροιμιωδῶς ὁ στίχος:

    Ἐπέσανε τὰ Γιάννινα ἀπὸ τὴν περηφάνεια
    ποῦ φόρεσαν καλὲς κακὲς τὰ λαγουριὰ φουστάνια

  2. Γυμνή.
  3. Οἱ χαιρετισμοὶ τῆς Θεοτόκου.
  4. Φαντάζω, ἐπιδεικνύομαι.
  5. Ὑποψία
  6. Ἀστυνομία.
  7. Σίδηρα, χειροπέδαι.
  8. Εἰσόδημα.
  9. Ψολογάω=καταρῶμαι.
  10. Εἶδος δημογέροντος τοῦ χωρίου.
  11. Μὴ γένοιτο.