Σελίδα:Γράμματα Αρ.2 (1911) - 34.jpg

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα δεν έχει ελεγχθεί ακόμη για πιθανά λάθη.

δὲν ἤτανε, μὰ τὴ φύλαγε[1] καλὰ. Μιὰ νύχτα ἡ ἀδερφή της—Ρήνκω τὴν ἐλέγανε—βλέπει ἕνα ἴνορο· πῶς τάχα μέσ’ στὸ σπίτι τῆς Σάντας, στὸ πλευρὸ ἀπὸ τὴ γωνίστρα ποῦ ἄναβαν φωτιά, ἤτανε θαμμένο βλησίδι· ἕνα βάζο γεμᾶτο ὅλο ἀπὸ ρουμπιέδες καὶ Μαχμουντιέδες καὶ Κωσταντινᾶτα χρυσᾶ· παρουσιάστηκε ἕνας Τοῦρκος καὶ τῆς τὸ εἶπε· καὶ ὁ Τοῦρκος, ξέρεις, εἶναι ἃγιος νὰ τὸν ἰδῇς στὸν ὕπνο σου· καὶ τὴς λέει· «πές το τῆς ἀδερφῆς σου καὶ νὰ σκάψετε νὰ τἄβρετε, καὶ νὰ κάμητε ἐκεῖνο ποῦ πρέπει»· ξυπνάει αὐτὴ χαλασιά της μὲ χαρά, τρέχει στὴν ἀδερφή της τὴ Σάντα καὶ τῆς λέει· «μωρ’ ἀδερφὴ τὸ καὶ τό· καὶ ὁ Τοῦρκος εἶνε ἃγιος· μὸν νὰ σκάψωμε καὶ νὰ χαλέψωμε, μὴν ἔχωμε κἀνένα κισμὲτ καὶ γλυτώσωμε ἀπὸ τὴν ὀρφάνια· ἡ Σάντα πόνηρη[2], ὅπως ἤτανε τῆς λέγει:

— Δὲ βαρειέσαι, μωρ’ ἀδερφή· ἰνόρτο ἤτανε, φαντασία σου· τὸ δικό μας τὸ κισμὲτ φάνηκε ἀπὸ τὴν ἀρχή.

Εἶπε αὐτά, μὰ ἄλλο ἔβαλε στὸ νοῦ της· τὴ νύχτα—θὰ ἤτανε ἡ ὥρα τέσσερες τῆς νυχτὸς[3]—κράζει τὸν ἄντρα της καὶ τοῦ λέει: «τὸ καὶ τὸ μοῦ εἶπε ἡ Ρήνκω ἡ ἀδερφή μου· καὶ νὰ σκάψωμε, καλέ μου, καὶ νὰ χαλέψωμε μὴ μᾶς ἔβγῃ τίποτε κισμὲτ καὶ ἰδοῦμε κἡμεῖς μιὰ καλὴ μέρα»· «νὰ σκάψωμε» λέει καὶ ὁ ἄντρας της. Κλειοῦνε καλὰ τὶς χαραμάδες ἀπὸ τὰ παραθύρια, μὴ ἰδοῦνε τίποτε φῶς οἱ χωριανοὶ καὶ βάλουν σουμπεέ[4], παίρνουν ἕνα τσαπί, χαλᾶνε τὸ μπάσσι[5] ποῦ εἶχαν φκιασμένο κοντὰ στὴ γωνίστρα, σηκώνουν στὰ χέρια τὸ παιδί τους ποῦ ἦταν μικρό, παγανὸ κοντὰ[6] παιδί, καὶ ἀρχίζουν καὶ σκάφτουν, σκάφτουν βαθειά, γιατί, ξέρεις, τὰ σπίτια στὰ χωριὰ δὲν ἔχουν πατώματα, εἶνε μὲ χῶμα, ὅπως στὸ Νησί[7] ἄν εἶδες καμμιὰ φορὰ· Ὄξω χάλαε ὁ Θεὸς τὸν κόσμο βροχή, κακό, χαλάζι, ἀστραπόβροντα, σἄν καληώρα τώρα καὶ χειρότερα· ποιὸς νὰ βγῇ ὄξω, ποιὸς νἀκούσῃ! οι γειτόνοι ὅλοι κοιμώντανε βαθειά· στὰ χωριὰ τέσσερες εἶναι σἄν νὰ ποῦμε ἡμεῖς ἕξη καὶ παραπάνω. Σκάφτουν λοιπόν, σκάφτουν καὶ ρίχνουν τὸ χώμα τριγύρω· Τίποτε· ἀρχίνισαν νἀπελπίζωνται.

— Μωρὴ γυναῖκα, λέει ὁ ἄνδρας, θάρρω χάνομε τὰ κόπια μας· ἄκου λαλοῦν οἱ πέτοι[8] κιαὔριο εἶμαι γιὰ δουλειά.

— Σἄν ἀπόστασες, τοῦ λέει ἡ γυναῖκα του, φέρε ’δῶ καὶ σύρε ’ποκοίμισε τὸ παιδὶ ποῦ ξύπνησε.

Καὶ πέρνει αὐτὴ τὴν τσάπα καὶ σκάφτει· γκάπ, γκὰπ κἔρριχνε τὰ χώματα πίσω της· γιόμισε τὸ σπίτι, τὰ μπάσσα, τὰ στρωσίδια, ὡς καὶ τὰ κονίσματα—μεγάλη ἡ χάρι τους—πῆγε ἕνα κατσικάρι[9] καὶ χτύπσε κἔσβυσε τὴν καντήλα. Τότε ἀκοῦνε ἕνα τρὰγκ σἄν νὰ χτύπησε τὸ σίδερο μὲ βία σὲ λαΐνι τραβοῦν τὰ χώματα, χαλεύουν, καθαρίζουν, ξανοίγουν καὶ—νάσου! — βγάζουν ἕνα βάζο βαρὺ βαρύ, ποῦ ἔσπασε ὁ πάτος του καὶ χύθηκαν ὄξω ἕνας σωρὸς φλωριά, ρουμπιέδες, μαχμουντιέδες καὶ Κωσταντινᾶτα χρυσᾶ, ὅπως τἆχε νορευτῇ ἡ Ρήνκω, χαλασιά της. Δὲν ἐπίστευαν τὰ μάτια τους· τὰ τρίβουν, τὰ ἀνοίγουν καλά. πιάνουν στὰ χέρια τὸ χρυσᾶφι, τὸ πεζάρουν, τὸ βάνουν στὶς τσέπες τους, τὸ βγάνουν. χορεύουν, πηδᾶνε σἂν ζουρλοὶ ἀπὸ τὴ


  1. Συντηρῶ.
  2. Τὸ πονηρὸς ἐν Ἠπείρῳ προπαροξύνεται.
  3. δέκα περίπου μ. μ.
  4. Ὑποψία.
  5. Χαμηλὸς καναπὲς.
  6. Σχεδὸν νήπιον.
  7. Τὸ ἐν τῇ λίμνῃ τῶν Ἰωαννίνων.
  8. Πετεινοί.
  9. Λιθαράκι.