Σελίδα:Γράμματα Αρ.1 (1911) - 10.jpg

Από Βικιθήκη
Αυτή η σελίδα έχει εγκριθεί.

Καὶ τί μὲ νοιάζει ἄν δὲ γεννήθηκα ὅμοια
μὲ σένα, θυγατέρα τοῦ Ἰκάριου,
καθισμένη μπροστὰ στὴ θύρα σου
ὡς που νὰ μαυρίσει ἡ νύχτα τὰ λευκὰ μαλλιά σου;
ἄν προλαμβάνω τὶς ἀθάνατες ὧρες,
ἄν ἡ νεότης μου αἰωνιοποιημένη
δὲν γνωρίζει τὸ ὕψιστο καθῆκον νὰ γεράζει;

Δὲν εἶναι δόξα μου νὰ ζῶ
ὥστε, ὁ θάνατος
—ἐνῶ στὰ χείλια μου ποὺ εἶναι γεμάτα σὰν τοὺς καρποὺς
ἀντηχεῖ ἀκόμη τὸ τραγοῦδι τῶν φιλιῶν πρὸς τὴ νύχτα—
νὰ εἶναι μιὰ ἄρνηση τοῦ ἥσκιου:

Ὧ τὸ πέταγμα τῆς θαρραλέας ψυχῆς μου ποὺ ξεγυμνώνεται,
ρίχτοντας, ἔσχατο πέπλο, στὴ θεοφόνισσα νύχτα
τὴ σάρκα της ποὺ εἶναι παρθένα καὶ δίχως ρυτίδες,
ὡραία σὰν ἕνα ποίημα!
αὐτὸ τὸ ἁρμονικὸ σῶμα,
λύρα μὲ θεῖα προοίμια,
ποὺ δὲν θὰ παραμορφώσουν, δὲν θὰ λυγίσουν,
δὲν θὰ συντρίψουν, δὲν θὰ ὑβρίσουν
μήτε ἡ ἐγκυμοσύνη ἑνὸς ἡμίθεου.
μήτε τὰ βαθειὰ γερατειά...

10