Σελίδα:Γεωργίου X. Ζαλοκώστα Τα άπαντα.djvu/419

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.

—Καλὴν ἑσπέραν, σύντροφοι.—Καλῶς τὸ παλληκάρι,
Ποῦ τόσον νέος δέχεται τοῦ μαχητοῦ τὰ βάρη,
Ζωγραφιστὸς τὸ πρόσωπον καὶ τὴν φωνὴν γλυκύς.
—Κἀνεὶς ἀπὸ τὸ πρόσωπον τὸν ἄνδρα δὲν γνωρίζει·
Ποῖος γυμνόνει τὸ σπαθὶ, καὶ ποῖος κιτρινίζει,
Εἰς μάχας μόνον φαίνεται ἐν ὤρᾳ συμπλοκῆς.

—Ὤ, πῶς ἀνάπτεις εὔκολα, πῶς εὔκολα θυμόνεις!
Εἶναι καιρὸς, ἀνδρεῖέ μου, ἀφοῦ τὴν σπάθην ζώνεις;
—Εἰς νέαν ἡλικίαν
Ἠσπάσθην μὲ μανίαν
Τὸν πόλεμον, ἀφοῦ
Τὸ Σοῦλι μὲ ὠρφάνευσε πατρὸς καὶ ἀδελφοῦ.

—Ἀκόνισε τὸ ξίφος σου, καὶ ἅμα ξημερώση...
—Πόσ’εἴμεθα; —Τρισχίλιοι. —Καὶ τί μὲ μέλλει πόσοι;
Μὲ τοὺς ἐχθροὺς τῆς πίστεως νὰ μετρηθὼ μ’ ἀρκεῖ.
Διφορουμένην ἔλεγεν ἀλήθειαν ὁ Ἕλλην.
Ἐγείρεται καὶ χαιρετᾷ, καὶ τὴν λοιπὴν ἀγέλην
Μὲ θάῤῥος περιέρχεται περῶν ἐδῶ κ’ ἐκεῖ,

Τὸ θορυβῶδες θέαμα τοῦ ἔπληξε τὸ πνεῦμα.
Παντοῦ φωναὶ καὶ κίνησις καὶ ὡπλισμένον ῥεῦμα,
Καὶ ᾄσματα ἢ μἐθη·
Ἐνώπιον εὑρἐθη
Σκηνῆς πολυτελοῦς,
Καὶ ὅπλα εἶδε στίλβοντα καὶ φύλακας πολλούς.