Σελίδα:Γεωργίου X. Ζαλοκώστα Τα άπαντα.djvu/405

Από Βικιθήκη
Η σελίδα αυτή έχει ελεγχθεί για πιθανά λάθη.

Ἀπὸ τὴν φρίκην ἔτρεμον
Τὰ χείλη τοῦ Μαχμούτη,
Ἀλλὰ θαῤῥῶν εἰς τ’ ἄμετρα
Τῆς δυναστείας πλούτη,
Καὶ στόλους καὶ στρατεύματα
Ἡτοίμαζε θρασύς.

Περὶ τὴν ἡμισέληνον
Πᾶς ὀσμανλῆς ἐκλήθη,
Φυλῶν βαρβάρων δ’ ἔνοπλα
Συνεπυκνούντο πλήθη,
Καὶ στόλοι τὸν Ἑλλήσποντον
Κατέβαινον δασεῖς.

Καὶ στρατιὰ τὰ σπλάγχνα σου
Εἰσέδυεν ἀγρία,
Καὶ πανταχόθεν σὲ ἔζωνον
Ἀστραπηφόρα πλοῖα,
Νὰ σὲ σπαράξουν σπεύδοντα
Μὲ σίδηρον καὶ πῦρ.

Ἀλλὰ μὲ πῦρ καὶ σίδηρον
Ἡ βία τῆς χειρός σου
Καθῃμαγμένα θύματα
Ἐξήπλονεν ἐμπρός σου,
Καὶ δίκροτα κατέστρεφε
Μὲ σίδηρον καὶ πῦρ.